Δυο παιδιά γίνονται μάρτυρες μίας μαφιόζικης συμπλοκής και της απόκρυψης ενός θησαυρού σε έναν ελαιώνα. Μετά από χρόνια τα δύο αγόρια, που έχουν γίνει άντρες πια, πνιγμένοι από χρέη και υποχρεώσεις αποφασίζουν να ψάξουν το θησαυρό. Στον ελαιώνα όμως έχει χτιστεί ένα γυναικείο μοναστήρι. Τώρα θα πρέπει να σκαρφιστούν έναν τρόπο να μπουν στο μοναστήρι και να ανακαλύψουν το θησαυρό!
Διαβάζοντας την ιστορία της ταινίας θα ήσασταν δικαιολογημένοι αν πιστεύατε ότι οι «Πόντιοι New Generation» είναι απλά μια κωμωδία. Βέβαια μια τέτοια σκέψη δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από την αλήθεια. Πρώτον γιατί το φιλμ είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από αστείο (γελοίο όμως είναι) και δεύτερον διότι το σενάριο δεν ακολουθεί τους παραδοσιακούς κανόνες της αφήγησης.
Οχι με την έννοια του ότι δεν μπορεί να δομήσει πετυχημένα ούτε καν την πιο απλή σκηνή, αλλά επειδή χρησιμοποιεί ένα meta τέχνασμα για να αφηγηθεί την ιστορία. Ξεκινά με μια συνάντηση του Παυλου Κοντογιαννίδη με τον Παναγιώτη Ψωμιάδη στην προβλήτα της Θεσσαλονίκης όπου ο δεύτερος αναθέτει στον πρώτο να γυρίσει μια ταινία που θα εξυμνεί το μεγαλείο των ποντίων, βασισμένη σε ένα βιβλίο του.
Αυτό που θα δούμε λοιπόν στην οθόνη, δεν είναι τίποτα λιγότερο από τα γυρίσματα της, με τον Παύλο Κοντογιαννίδη στον ρόλο του σκηνοθέτη να εμφανίζεται συχνά, διακόπτοντας την δράση, συμβουλεύοντας τους ηθοποιούς το πως να παίξουν τους ρόλους, αλλάζοντας το σενάριο.
Αυτή η «ιδέα», φυσικά δεν κάνει τα πράγματα καλύτερα η πιο ενδιαφέροντα. Η ιστορία είναι τόσο βαρετή που σε κάνει να θες να πριονίσεις τις φλέβες σου με το δοξάρι μιας ποντιακής λύρας, τα αστεία έχουν πάψει να είναι αστεία απ όταν ακούγονταν στις πρώτες τάξεις του δημοτικού σχολείου. Οχι, όχι όταν πηγαίνατε εσείς στο δημοτικό, αλλά μάλλον τότε που ήταν μαθητές το καστ και ο σκηνοθέτης.
Στην πραγματικότητα, το φιλμ θυμίζει συρραφή από σκετσάκια επιθεώρησης (από αυτές που δεν παίζονται καν στην Αθήνα αλλά περιοδεύουν αποκλειστικά στην επαρχία), παιγμένη από ερασιτεχνικό θίασο. Είναι εύκολο να βαρεθείς, να εξοργιστείς, να αγανακτήσεις με την ποιότητα αυτού που βλέπεις στην οθόνη, αλλά στην πραγματικότητα, το κυριότερο συναίσθημα που σου γεννιέται είναι θλίψη και απελπισία.
Θλίψη για το ότι ακόμη και καλοί ηθοποιοί αναγκάζονται να κερδίζουν το ψωμί τους με αυτόν τον τρόπο. Απελπισία για το ότι δυστυχώς, θα βρεθεί κοινό για να δει -και το χειρότερο- να γελάσει με αυτή την ταινία.
Αν έχεις οποιαδήποτε απορία για το σε τι είδους χώρα ζεις, είναι εύκολο να το καταλάβεις: Αγόρασε εισιτήριο και πήγαινε σε μια αίθουσα που θα προβάλλει το «Πόντιοι New Generation». Αντέχεις;