Τρισδιάστατο, παθιασμένο, ελεγειακό ντοκιμαντέρ - φόρος τιμής στην πρωτοπόρο χορογράφο Πίνα Μπάους από τους συνεργάτες της στο χοροθέατρο Βούπερταλ και τον πιστό της φίλο Βιμ Βέντερς.

Εξπρεσιονισμός, πείραμα, ελευθερία, πειθαρχία. Το σώμα ως σύμβολο, ως γλώσσα, ως ενέργεια. Αγάπη, ομαδικότητα, πόνος, μοναξιά, ηλικία. Η Πίνα Μπάους («Καφέ Μίλερ», «Η Ιεροτελεστία της Ανοιξης», «Água», «Nefés») άλλαξε την τέχνη του χορού για πάντα. Επί δεκαετίες, μέσω του διάσημου χοροθεάτρου του Βούπερταλ, αποδομούσε τη φόρμα της χορευτικής κίνησης, συνθέτοντας στη θέση της σύνολα έκφρασης που οι θεατές δεν παρακολουθούσαν τόσο με το βλέμμα, όσο με την καρδιά. Οι μαθητές της έβγαζαν από μέσα τους αυτό που τους έκανε αδύναμους, το απογύμνωναν με γενναιότητα, το χόρευαν, το ξόρκιζαν. Μία παράσταση της Μπάους ήταν πάντα επώδυνη και συγκινητική, εύθραυστη και τιτάνια, λιτή και περίτεχνη. Σε γυμνά σκηνικά, χορευτές όλων των ηλικιών και εθνικοτήτων δεν πρόσφεραν το τυπικό αισθητικά θέαμα, αλλά μία ειλικρινή, πρωτόγονη, παθιασμένη ιεροτελεστία.

Εδώ και 20 χρόνια περίπου ο Βέντερς συζητούσε με τη φίλη του Μπάους για ένα ντοκιμαντέρ για το χορό, όπως εκείνη τον επαναπροσδιόρισε. Με το που ξεκίνησαν την προπαραγωγή του το 2009, η ζωή έριξε αυλαία: η Μπάους έσβησε άξαφνα, λίγες μέρες μετά τη διάγνωση ότι χτυπήθηκε από καρκίνο.

Θα μπορούσαν να έχουν όλα καταρρεύσει. Αλλά ο θρίαμβος της τέχνης είναι ότι το όραμά σου ζει για πάντα μέσα από τους μαθητές σου, τους Αποστόλους του μηνύματός σου. Αυτό κινηματογράφησε ο Βέντερς. Εναν έναν τους συνεργάτες της Μπάους να τη θυμούνται, να τη σκιαγραφούν, να την αποχαιρετούν μέσα από μονόπρακτα που η ίδια είχε χορογραφήσει κάποτε πάνω τους, ανακαλύπτοντας τι τους κάνει τρωτούς και μετατρέποντάς το σε κινούμενη ποίηση. Ολοι μιλούν ελάχιστα για την μεγάλη δασκάλα, αφήνοντας τα σμιλευμένα κορμιά και τα εκφραστικά τους πρόσωπά να κοινωνήσουν το πένθος, τη συγκίνηση, το θαυμασμό, την ευγνωμοσύνη, την αιωνιότητα. Ο Βέντερς τους τοποθετεί σε χορευτικές σκηνές, στούντιο αλλά και σε εξωτερικούς χώρους του Βούπερταλ – περνώντας το μήνυμα της αυθεντικής τέχνης που είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ίδιας της ζωής.

Ο ίδιος δεν διεκδικεί την προσοχή μας: αφήνει γενναιόδωρα όλους τους προβολείς στο αντικείμενό του. Ακόμα και το εύρημα του 3D είναι πλήρως αφομοιωμένο, υποταγμένο στις ανάγκες της χορευτικής αναπαράστασης κι όχι της σκηνοθετικής επίδειξης. Οι τρεις διαστάσεις αποκωδικοποιούν τους άξονες της χορογραφίας, γεμίζουν τον αέρα γύρω από τα σώματα, ακολουθούν σφαιρικά την ενέργεια της κίνησης. Η απόσταση καταργείται, το δέρμα, οι μύες, τα πρόσωπα των χορευτών αποκτούν εκτόπισμα και παρουσία, τα άλματα και οι πιρουέτες τους δεν είναι απλά αποτυπώματα στο σελιλόιντ αλλά μαγικοί στρόβιλοι στο σκοτάδι της κινηματογραφικής αίθουσας. Οχι, η χρήση του 3D δεν είναι καν αισθητική. Φανερώνει βαθιά κατανόηση της αμεσότητας του έργου της Μπάους.

Εκείνη εμφανίζεται ελάχιστα, μέσα από αρχειακό υλικό. Κι όμως. Η απουσία της έχει τέτοια συγκινητική παρουσία, που σε στοιχειώνει. Οι χορευτές χορεύουν σαν να έχασαν μάνα, όχι θιασάρχη. Μπροστά στον φακό του Βέντερς αναβιώνουν αποσπάσματα από τις παραστάσεις της με τον σπαραγμό που σου προκαλεί η έλλειψη αυτού που δεν μπορείς να αντικαταστήσεις. Κι εκεί το φάντασμα της Μπάους συνεχίζει να καθοδηγεί. Να μετατρέπει τον πόνο σε βήματα, το βύθισμα σε ανάταση, το θάνατο σε ζωή.