Ο Δρ. Λούις Κριντ, μετά τη μετακόμισή του με τη σύζυγό του Ρέιτσελ και τα δύο μικρά παιδιά τους από τη Βοστόνη στο Μέιν, ανακαλύπτει ένα μυστηριώδη τόπο ταφής κρυμμένο βαθιά μέσα στο δάσος που βρίσκεται δίπλα στο νέο τους σπίτι. Οταν μια τραγωδία χτυπά την οικογένειά του, ο Λούις θα στραφεί στον ασυνήθιστο γείτονά του, Τζαντ Κράνταλ, προκαλώντας μια επικίνδυνη αλυσιδωτή αντίδραση που θα απελευθερώσει ένα άνευ προηγουμένου Κακό με τρομακτικές συνέπειες.

Οποιον συνειδητοποιημένο φαν του Στίβεν Κινγκ και να ρωτήσεις για το ποιο είναι το πιο τρομαχτικό του βιβλίο, σίγουρα οι περισσότεροι θα σου πουν το «Νεκρωταφίο Ζώων» («Pet Sematary» στα αγγλικά, με το ανορθόγραφο της λέξης να οφείλεται στο ότι την πινακίδα έξω από το νεκροταφείο την έχουν γράψει παιδιά). Και αυτό όχι γιατί είναι γεμάτο ανατριχιαστικές περιγραφές, gore και αίμα - εξάλλου τα περισσότερα αν όχι όλα τα βιβλία του Κινγκ είναι γεμάτα από αυτά - αλλά γιατί μιλάει για τον ίδιο το θάνατο, για το φόβο μας όταν τον αντικρίζουμε, για το πώς τον αντιμετωπίζουμε, τον τρόπο με τον οποίο τον αποδεχόμαστε ως μέρος της ζωής μας και για το πώς συμφιλιωνόμαστε με την ιδέα του (ο καθένας πάντα με τον… ιδιόμορφο τρόπο του).

Καθώς βρισκόμαστε σε μια εποχή που ζει στη μανία της κινηματογραφικής μεταφοράς, οτιδήποτε περιλαμβάνει το όνομα του Στίβεν Κινγκ, κυρίως μετά την επιτυχία της ταινίας «Το Αυτό», ήταν αναμενόμενο να δούμε και το «Νεκρωταφίο Ζώων» να γίνεται ταινία για δεύτερη φορά, μετά την (πιστή) μεταφορά του 1989 από τη σκηνοθέτη Μέρι Λάμπερτ. Εδώ, οι σκηνοθέτες Κέβιν Κολς και Ντένις Γουίντμαγιερ αποφασίζουν να λοξοδρομήσουν ως ένα βαθμό από τα γεγονότα του βιβλίου, τόσο όμως όσο να κάνουν την ταινία τους να μοιάζει φρέσκια και γεμάτη εκπλήξεις, ακόμα και για τους πιο hardcore φανς, αλλά ταυτόχρονα παραμένοντας πιστοί στην ταυτότητα και την καρδιά του best seller του Κινγκ.

H ταινία αρχίζει με μια σκηνή από το τέλος, προμηνύοντας έτσι το τι ακολουθεί, χτίζοντας ήδη από τα πρώτα πλάνα μια απόκοσμη ατμόσφαιρα και μια αίσθηση αυθεντικού τρόμου που εκτείνεται από το σπίτι των Κριντ που βρίσκεται στα όρια ενός πυκνού και σκοτεινού δάσους μέχρι και το ανατριχιαστικό μικρό νεκροταφείο ζώων που βρίσκεται μέσα σε αυτό. Και ακριβώς εδώ οι Κολς και Γουίντμαγιερ αρχίζουν να δημιουργούν τη ζοφερή απεικόνιση της ίδιας της πραγματικότητας για τους χαρακτήρες τους, βάζοντας με μεθοδικότητα μέσα στην πλοκή της τις όποιες νοσηρές αλλαγές τους από το βιβλίο, με αρκετές πινελιές μαύρου χιούμορ. Είναι ακριβώς αυτές οι αλλαγές, όσο μικρές και όσο μεγάλες, οι οποίες είναι τόσο έξυπνες όσο και σκόπιμες για να δώσουν έτσι μια νέα πνοή στην ήδη γνωστή ιστορία, αν και κάποιες δείχνουν κάπως απότομες και επιτηδευμένες ενώ δεν λειτουργούν πάντα όπως θα έπρεπε σεναριακά.

Ισως η πιο σημαντική από αυτές, η οποία αν και ήδη έχει αποκαλυφθεί από τα τρέιλερ της ταινίας παρότι θα προσπαθήσουμε να αποφύγουμε τα σπόιλερς εδώ, λειτουργεί άψογα έτσι ώστε να κάνει την ιστορία, και κυρίως το τελευταίο μέρος της ταινίας, να μην ξεφύγει στα επίπεδα της καρικατούρας. Το πιο σημαντικό επίτευγμά της είναι το πώς αντιμετωπίζει, αφηγηματικά τουλάχιστον, το θάνατο, τη θλίψη γύρω από αυτόν, αλλά και το φόβο που έχουμε για τον χαμό κάποιο κοντινού μας προσώπου, είτε αυτό είναι με την μορφή μιας μικρής κοπέλας για τη γάτα της, είτε ενός γονέα για το παιδί του, αλλά και την αδυναμία να συζητήσουμε γι' αυτόν.

Υπάρχει μια στιγμή στο βιβλίο, το οποίο γράφτηκε το 1983, όπου ένας αρκετά σημαντικός καβγάς μεταξύ της Ρέιτσελ και του Λούις Κριντ αποκαλύπτει το πόσο μεγάλο ταμπού είναι ο θάνατος για την κοινωνία και κυρίως για τα μικρά παιδιά. Με τα σημερινά δεδομένα να έχουν αλλάξει κατά κόρον, και με την καθημερινή ενασχόληση των παιδιών με το ίντερνετ και την τηλεόραση, ο θάνατος μοιάζει σχεδόν με κάτι το απόλυτα φυσιολογικό. Ο καβγάς αυτός λείπει από την ταινία, και ίσως να ήταν μια σωστή επιλογή, αλλά μέσω των χαρακτήρων της καταλαβαίνουμε πως το ταμπού του θανάτου παραμένει ακόμα ζωντανό, και αυτός ο φόβος που έχουμε γι’ αυτόν πάντα μοιάζει να ελλοχεύει σε κάθε σκηνή της. Και από εδώ ακριβώς είναι που αντλεί τη δύναμή της η ταινία,

Σε αυτό βοηθούν και οι ερμηνείες όλου του καστ. Ο Τζέισον Κλαρκ ισορροπεί απόλυτα ανάμεσα στη ζωή ενός καθημερινού ανθρώπου αλλά και ενός γιατρού ο οποίος δεν πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή, η Εϊμι Σάιμετζ στο ρόλο της Ρέιτσελ ερμηνεύει μια γυναίκα που έχει τραυματιστεί ψυχολογικά από τον θάνατο της αδερφής της, ενώ ο Τζον Λίθγκοου, αν και δεν είναι εδώ το πατρικό πρότυπο που λείπει από τη ζωή του Λούις, σίγουρα κερδίζει τις εντυπώσεις με την ερμηνεία του. Και ναι η γάτα που παίζει τον Τσερτς είναι τόσο τρομαχτική και ανατριχιαστική όσο περιμέναμε να είναι.

Αν και μοιάζει να χωλαίνει λίγο στη μέση, το «Νεκρωταφίο Ζώων» είναι η απόδειξη πως μερικές φορές τα ριμέικ μπορούν να είναι καλύτερα από την πρωτότυπη ταινία. Τρομαχτικό όσο χρειάζεται και ταυτόχρονα διασκεδαστικό, το φιλμ θα κάνει ακόμα και τους φανς του μετρ του τρόμου να φύγουν με τις καλύτερες εντυπώσεις από την αίθουσα, ακόμα και με όλες τις αυτές τις αλλαγές που υπέστη το βιβλίο.