Εκείνη μένει μαζί με τον γιο της και τον άντρα της απέναντι από τους κήπους του Λουξεμβούργου στο Παρίσι... Εκείνος μένει μόνος με τον γιο του μέσα σε ένα φορτηγάκι, στο πίσω μέρος του. Εκείνη είναι διευθύντρια σε ένα διακεκριμένο ίδρυμα για τη σύγχρονη τέχνη... Εκείνος ζει από μικροδουλειές και επιδόματα. Εκείνη σπούδασε στο Πανεπιστήμιο 7 χρόνια, έκανε και μεταπτυχιακά... Εκείνος παρά λίγο να κάνει 7 χρόνια φυλακή. Εκείνη μιλάει στον ενικό στον Υπουργό Πολιτισμού... Εκείνος μιλάει στον ενικό σε όποιο μπουκάλι αλκοόλ θα βρεθεί μπροστά του. Εκείνης της αρέσει να συζητάει για ιδέες... Εκείνου του αρέσει να κάνει σεξ με άγνωστες γυναίκες, προικισμένες με πλούσια στήθη. Δεν μοιάζουν καθόλου μεταξύ τους αυτοί οι δυο... Ούτε που ανέχονται ο ένας τον άλλον. Και όμως...

Ηθογραφία στα όρια της φαρσοκωμωδίας, με χαρακτήρες που είναι τουλάχιστον σχηματικοί και μια ιστορία που δεν ξεφεύγει πόντο από την τροπή που φαντάζεσαι ότι θα πάρει, συμπεριλαμβανομένων και τις «εκπλήξεων» που όπως είναι αναμενόμενο περιλαμβάνει, το «Ούτε στον Εχθρό μου» είναι μια τυπική κωμωδία στην οποία τα αντίθετα που έλκονται σπρώχνονται στα όρια της καρικατούρας.

Το ότι δεν ξεφεύγουν στα χωράφια της ανοησίας έχει να κάνει με το γεγονός ότι εκείνος κι εκείνη, ο άξεστος Βέλγος «βλάχος» και η στεγνή, αριστοκρατική curator, ευτυχούν να βρουν σωτηρία στα χέρια δυο εξαιρετικών ηθοποιών.

Ο άκοπα αστείος Μπενουά Πελβούντρ δίνει στον χαρακτήρα του μια αθωότητα που τον κάνει κατά στιγμές ακόμη και γοητευτικό, ενώ η Ιζαμπέλ Ιπέρ, ψυχρή από κατασκευής της, ανακαλύπτει στην δική της ηρωίδα ένα ανθρώπινο πρόσωπο, δίχως να χρειαστεί να παραδοθεί σε ευκολίες.

Δυστυχώς όμως το σενάριο δεν τις αποφεύγει, όχι μόνο στις κωμικές στιγμές του, αλλά και στις πιο σοβαρές, όταν διστακτικά, προσπαθεί να μιλήσει για πράγματα όπως η ταξική και κοινωνική ταυτότητα και το κενό που χωρίζει τους κόσμους των δύο ηρώων του.

Αναποφάσιστο ακόμη και στο πόσο δραματικό θέλει να γίνει, το φιλμ της Φοντέν δεν βρίσκει ποτέ έναν σταθερό βηματισμό, ούτε έναν συνεπή ρυθμό, πέρα από την συνέπεια του να τσαλαπατά στη φάρσα και να φλερτάρει με τις χοντράδες.

Μπορεί να μην κουράζει ή να μην ενοχλεί αληθινά, αλλά σίγουρα απέχει πολύ όχι απλά από το να ενθουσιάσει, αλλά και από το να παραδώσει τα γέλια, ή την ελαφριά συγκίνηση που μοιάζει να υπόσχεται.