Κάπου στα μισά αυτής της επώδυνης Οδύσσειας ενός πατέρα που περπατάει 500 χιλιόμετρα από τη μικρή πόλη που μένει μέχρι το Βελιγράδι προκειμένου να καταθέσει έφεση στον ίδιο τον Υπουργό για να ακυρώσει την απόφαση του διεφθαρμένου συμβουλίου που τον έχουν απομακρύνει από τα παιδιά του, ο «Πατέρας» γίνεται ένα υπαρξιακό ταξίδι που διασχίζει ταυτόχρονα τον παραλογισμό ενός συστήματος, μια χώρα σε ελεύθερη πτώση και την διαρκώς και αναπάντεχα απρόσμενη ενδοχώρα της ανθρώπινης αντοχής.
Είναι σε εκείνο το σημείο που η ταινία του Σρνταν Γκολούμποβιτς αφήνει πίσω από το σκληρό, επιτηδευμένο ρεαλισμό της να διαφανεί η μεγαλύτερη εικόνα μιας διαδρομής που ξεκινάει με μια από τις πιο σοκαριστικές σκηνές που έχουμε δει πρόσφατα στο σινεμά και τελειώνει με ένα βαθιά συγκινητικό φινάλε, στο μεταίχμιο μιας μικρής αισιοδοξίας, που μοιάζει με «ιερό δισκοπότηρο» σε όλη την διάρκεια της, και στη διαρκή υπενθύμιση πως ο κόσμος που ζούμε θα παραμείνει για κάποιους οριστικά χωρίς happy end.
120 λεπτά πριν από αυτό το φινάλε και 120 λεπτά μετά από αυτήν την αρχική σκηνή, ο πατέρας του τίτλου έχει ξεκινήσει με το να αναζητά τα παιδιά του, αλλά η πραγματική του αναζήτησή έχει καταλήξει να είναι το δικαίωμα στο σεβασμό της ίδιας του της ύπαρξης. Ξεκινώντας ως ένας άτυχος άνδρας που έχοντας χάσει τη δουλειά του, θα κινδυνέψει να χάσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, ο Νικόλα θα ξεκινήσει σαν ένας υπαρκτός άνθρωπος, πριν καταλήξει σε μια σχεδόν βιβλική φιγούρα, αποστεωμένος από την πείνα και σχεδόν ταγμένος σε έναν ανώτερο σκοπό που έχει αναχθεί πλέον σε ζήτημα ζωής και θανάτου.
Οταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις, είσαι ικανός για τα πάντα. Αυτή είναι η λογική με την οποία ο Νικόλα, ορατός μέχρι σήμερα μόνο σε έναν ή δύο ανθρώπους που μοιράζονται μαζί του την αγωνία της κάθε μέρας που περνάει, θα διεκδικήσει την ορατότητά του, θα γίνει μέχρι και αστικός θρύλος (στη μοναδική… ειρωνική ματιά της ταινίας) και θα διασχίζει μέχρι το τέλος το «ναρκοπέδιο» που είναι η ίδια του η χώρα με το πείσμα και την πίστη ενός εν δυνάμει αγίου.
Ο Σέρβος Σρνταν Γκολούμποβιτς, στην πιο δυνατή στιγμή της φιλμογραφίας του, μετά τις «Διασταυρούμενες Ζωές», δεν αποφεύγει τα σεναριακά κλισέ που είσαι σίγουρος ότι θα συναντήσεις σε μια τέτοια «διαδρομή», αλλά τα σκηνοθετεί με την ωριμότητα ενός δημιουργού που με αναφορές στο ιρανικό σινεμά, τη ρουμανική παράδοση και την αλάνθαστη κίνηση της κάμερας όπως τη δίδαξαν οι Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν, γνωρίζει το κέντρο βάρους της αφήγησής του.
Αυτό δεν είναι άλλο από τον Κροάτη Γκόραν Μπόγκνταν (κάποιοι τον είχαν εντοπίσει στον τρίτο κύκλο του τηλεοπτικού «Fargo»), εδώ σε μια ερμηνεία που θα μπορούσε να ανήκει στις μεγάλες στιγμές του βωβού σινεμά. Παίζοντας με το σώμα, τα μάτια, τον τρόπο που φοράει τα ρούχα του ή τακτοποιεί ένα τραπεζομάντηλο, ο Μπόγκνταν είναι πολλά περισσότερο από τον «Πατέρα» του τίτλου. Είναι ένας τραγικός ήρωας που στο βλέμμα του καθρεφτίζεται ταυτόχρονα κάτι πολύ προσωπικό και κάτι οικουμενικό: το μέχρι πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος όταν διεκδικεί αυτό που τον ορίζει ακόμη κι όταν γνωρίζει πως το παιχνίδι είναι από τη φύση του χαμένο.