Μέσα σε 25 χρόνια κινηματογραφικής παρουσίας, οι ταινίες της Pixar έχουν καταφέρει (μερικές ίσως περισσότερο από άλλες) κάτι το μοναδικό. Να απευθύνονται σε όλες τις ηλικίες, να μιλούν στις καρδιές μικρών και μεγάλων και να σκορπίζουν λίγη μαγεία στην καθημερινότητά μας - μαρτυρώντας έτσι τη διαχρονική αξία μίας εταιρίας, που με κάθε της ταινία, θέτει την μπάρα ακόμα πιο ψηλά, εδραιώνοντάς την ως ένα από τα καλύτερα animation στούντιο του κόσμου.

Αυτή ακριβώς τη μαγεία θέλει να γιορτάσει το «Φύγαμε», χωρίς όμως να κάνει κάτι που σπάει τα όρια πρωτοπορίας, όπως έχουν κάνει άλλες ταινίες της Pixar στο παρελθόν. Οχι, με αυτή την ταινία το στούντιο ακολουθεί έναν πιο παραδοσιακό μονοπάτι, κάτι που δεν είναι απαραίτητα κακό (εξάλλου δεν μπορεί κάποιος να περιμένει να γίνεται αυτό σε κάθε ταινίας της Pixar), αλλά ένα που είναι γεμάτο από την απύθμενη ζεστασιά, φαντασία και τη μοναδική συναισθηματική προσέγγιση στην οποία μας έχει συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια.

«Πριν πολλά χρόνια ο κόσμος μας ήταν γεμάτος από θαύματα και μαγεία. Αλλά, δυστυχώς, οι καιροί αλλάζουν», ακούγεται να μας λέει ο αφηγητής καθώς ανοίγει η ταινία. Και ακριβώς σε αυτό τον κόσμο (όπου η μαγεία φαίνεται πως έχει χαθεί, έχοντας αντικατασταθεί από την πιο βολική της εκδοχή - την τεχνολογία) μας μεταφέρει ο σκηνοθέτης της ταινίας Νταν Σκάνλον, ο οποίος μας είχε δώσει παλιότερα το «Μπαμπούλες Πανεπιστημίου». Κι ο Σκάνλον ξέρει ακριβώς σε ποια μαγεία αναφέρεται: αυτή του σινεμά. Η σύγχρονη κινηματογραφική βιομηχανία μοιάζει να έχει πάθει εμμονή με το πού μπορεί να φτάσει τεχνολογικά με τα εφέ (και όχι μόνο) και να έχει σταματήσει να προσπαθεί να μαγέψει με τις γοητευτικές δυνατές ιστορίες το κοινό της. Κάτι που ίσως απασχολεί και την ίδια την Pixar.

Ετσι ο Σκάνλον δημιουργεί ένα σύμπαν γεμάτο από μυθικά πλάσματα και τέρατα, όμως αυτός ο κόσμος δεν είναι πια μαγικός. Είναι σύγχρονος, εμπορικός, ξεπουλημένος: τα ξωτικά ζουν μία ρουτινιάρικη προαστιακή ζωή, οι άγριοι μονόκεροι τρώνε από τα σκουπίδια και, ίσως το χειρότερο, οι νεράιδες δεν πετούν πια. Ολο αυτό θα αλλάξει, όταν δυο αδέρφια ξωτικά θα λάβουν το χαμένο μαγικό ραβδί από τον νεκρό πατέρα τους, κι ένα ξόρκι που θα τον φέρει κοντά τους, έστω και για μια μόνο μέρα. Αλλά το ξόρκι πάει στραβά και εκείνοι θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι που θα αλλάξει για πάντα τη ζωή τους.

Αν κάτι θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το «Φύγαμε», είναι το ότι πρόκειται για ένα «Ψυχρά κι Ανάποδα» που απευθύνεται περισσότερο στα αγόρια. Ενα ταξίδι το οποίο ξεκινά για την πατρική αγάπη, καταλήγει σε μια πραγματική ωδή στη σχέση μεταξύ δύο αδερφών, μία ιστορία που ως το τέλος δεν θα αφήσει κανέναν ασυγκίνητο. Αν και η πλοκή της ακολουθεί έναν πιο παλιό τρόπο αφήγησης και αρκετές σεναριακές ευκολίες για να φτάσει στη μεγάλη κορύφωση, η ταινία δεν παύει ούτε λεπτό να δείχνει την παλικαρίσια και αγνή καρδία της, όπως μόνο ένας πραγματικός φανταστικός ήρωας ξέρει να κάνει, συνδυάζοντας όσο αρμονικά μπορεί την κωμωδία, την περιπέτεια και φυσικά τη συγκίνηση.

Και μπορεί οπτικά το «Φύγαμε» να μην δείχνει τόσο εντυπωσιακό όσο κάποιες άλλες ταινίες της Pixar, αλλά αυτό μοιάζει ως μια αισθητική απόφαση. Ο Σκάνλον σε αυτή τη road trip ταινία ενηλικίωσης, προσπαθεί να αποτίσει τον δικό του φόρο τιμής στις ταινίες του ‘80, φέρνοντας λίγη από αυτή την γλυκιά νοσταλγία σε κάποιες στιγμές της - είτε όταν αναφέρεται στα Dungeons & Dragons, είτε όταν «κλέβει» σκηνές από τον «Ιντιάνα Τζόουνς» και το «Τρελό Σαββατοκύριακο στου Μπέρνι».

Οι Τομ Χόλαντ και Κρις Πρατ μεταφέρουν μια υπέροχη δυναμική και χημεία στους ρόλους τους – ο ένας ως ο εσωστρεφής και καλόκαρδος «Ιαν» και ο άλλος ως ο έξω καρδιά και δυναμικός (αλλά και με λίγες δόσεις χαζομάρας και ανεμελιάς) «Μπάρλεϊ». Από την άλλη, η Τζούλια Λούις-Ντρέιφους χαρίζει (σ' έναν χαρακτήρα που δυστυχώς μοιάζει παραγκωνισμένος) μία ιδιαίτερη ενέργεια, ζεστασιά και μια αβίαστη γλυκιά οικειότητα. Αλλά η Οκτάβια Σπένσερ ως «Μάντικορ» είναι αυτή που κλέβει την παράσταση με την εκρηκτική της παρουσία.

Κάποια στιγμή ο Μπάρλεϊ προτείνει να μην ακολουθήσουν το κυρίως μονοπάτι του χάρτη, αλλά να ακούσουν την καρδιά και το ένστικτό τους και να πάρουν τον άλλον δρόμο. Και ίσως έτσι να νιώσει κι ο θεατής βλέποντας το «Φύγαμε». Η ταινία μοιάζει να ακολουθεί την πεπατημένη, κι άραγε πώς θα ήταν αν η Pixar ακολουθούσε εκείνο το μικρό σκοτεινό και δύσβατο παράπλευρο μονοπάτι; Οποιες και να είναι οι αντιρρήσεις όμως, υπάρχουν στιγμές που καταφέρνουν να σε αγγίξουν βαθιά, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά ότι κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για μαγεία όπως η Pixar.