Στην κριτική που ακολουθεί αναφέρονται spoilers σχετικά με την πλοκή της ταινίας. Καλό είναι να επιστρέψετε να διαβάσετε αφού τη δείτε. Αν έχετε αντέξει!

Υπάρχουν πολλές ταινίες που τους αρέσει να παίζουν με τον θεατή. Είναι εκείνες που καταφέρνουν να σε έχουν στην άκρη του καθίσματός σου από την αρχή ως την μεγάλη τους ανατροπή, και ακόμα πιο μετά, προκαλώντας σε να ζήσεις μαζί τους το (ίσως) μεγαλύτερο mind fuck της ζωής σου. Οταν αυτό πετύχει, η εμπειρία μπορεί να είναι εκστατική, αλλά όταν μια ταινία προσπαθεί και αποτυγχάνει παταγωδώς τότε μένεις μουδιασμένος (το λιγότερο) και εκνευρισμένος (στις περισσότερες περιπτώσεις).

Η ταινία του Ρομουάλντ Μπουλανζέ, «Ανώνυμη Κλήση, ανήκει στη δεύτερη κατηγορία.

Eνας ραδιοφωνικός παραγωγός δέχεται μια κλήση από έναν άγνωστο, που απειλεί να σκοτώσει ολόκληρη την οικογένεια του ζωντανά στον αέρα. Για να σώσει αγαπημένα πρόσωπα, ο παραγωγός θα πρέπει να παίξει ένα σκοτεινό παιχνίδι επιβίωσης. Ο μόνος τρόπος για να κερδίσει είναι να ανακαλύψει την ταυτότητα του εγκληματία.

Και αφού διαβάσατε την πλοκή της ταινίας, τώρα απλώς ξεχάστε την. Γιατί ακριβώς αυτό θέλει ο Μπουλανζέ να πετύχει με την ταινία του στις τελευταίες στιγμές της: να ξεχάσετε ό,τι είδατε στα προηγούμενα 100 περίπου λεπτά της. Κάτι που σε κάνει να μην ξέρεις αν θα πρέπει να ξεσπάσεις σε γέλια ή σε κλάματα επειδή έχασες σχεδόν δυο ώρες από τη ζωή σου. Ακόμα και όταν η ταινία προσπαθεί να σου κλείσει το μάτι προδίδοντας μερικά (meta) στοιχεία για το τι πραγματικά συμβαίνει, δεν παύεις να νιώθεις ένα είδος προδοσίας στο τέλος.

Αν δεν εκνευριστείς με το απερίγραπτο φινάλε και το αφήσεις να περάσει ως έναν απλώς (κακό) φόρο τιμής σε ταινίες όπως το (διαχρονικά υποτιμημένο) «The Game» του Ντέιβιντ Φίντσερ, η ταινία ποτέ δεν καταφέρνει να χτίσει ένα υποτυπώδες σασπένς και ένα αίσθημα κινδύνου για να σε κάνει να νοιαστείς έστω για τα όσα διαδραματίζονται μπροστά σου. Από την στιγμή που ούτε οι χαρακτήρες μοιάζουν να ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τα όσα συμβαίνουν γύρω τους, εσύ γιατί να νοιαστείς;

Το σενάριο δεν βγάζει κάποιο νόημα και η δράση μένει ξεκρέμαστη από μια πλοκή που φαίνεται να χάνεται μέσα στο white noise των ερτζιανών. Και μιας και (δεν) μιλάμε για χαρακτήρες ο Μελ Γκίμπσον παίζει μαλλον τον εαυτό του, έναν λίγο σεξιστή, λίγο ρατσιστή, και γενικά ένα «κακοχαρακτήρα», ενώ βαριέται και ο ίδιος να επαναλάβει τα όποια σκηνικά από τις πάλαι ποτέ ταινίες δράσης του.

Κάποια στιγμή στην ταινία, ο κακός ακούγεται να λέει, «Αυτό θα γινόταν μια πολύ ωραία ταινία», με τον Γκίμπσον να απαντάει, «νομίζω πως χρειάζεται να ξαναγράψεις το σενάριο, είναι χάλια.» Για πρώτη (και ίσως και τελευταία) φορά συμφωνούμε μαζί του.