Στα γενέθλιά της η Αριάν, μία μεσήλικη σύζυγος και μητέρα, έχει στρώσει το γιορταστικό της τραπέζι κι έχει ανάψει τα κεράκια της τούρτας που έφτιαχνε όλη την μέρα στην κουζίνα. Μόνο που ο τηλεφωνητής της γέμισε από απολογητικές ευχές: τόσο ο άντρας της όσο και τα παιδιά της δεν μπορούν να επιστρέψουν από τις εκτός Μασσαλίας δουλειές τους για το γενέθλιο γεύμα της. Αυθόρμητα, παίρνει τα κλειδιά του αυτοκινήτου, κλείνει την πόρτα πίσω της και... δραπετεύει. Ακολουθεί έναν νεαρό σε μία παραλιακή τοπική ταβέρνα, γνωρίζεται με τον μουντρούχο αλλά ρομαντικό ιδιοκτήτη, διανυκτερεύει τα βράδια σε μια βάρκα, δουλεύει σερβιτόρα και ακούει τις αναμνήσεις και τα όνειρα των μόνιμων πελατών.
Ο Ρομπέρ Γκεντιγκιάν («Τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο») το δηλώνει από την αρχή: δεν υπογράφει στους τίτλους μία ταινία, αλλά ένα «όνειρο». Αλλωστε στην ιστορία μπαίνουμε από μία λευκή ψυχρή μακέτα (σύμβολο των «χωρίς χρώμα», κυριλέ, νεόπλουτων, νεόκτιστων προαστίων της Μασσαλίας) και καταλήγουμε σε μία κιτς, νοσταλγική, λαϊκή ταβέρνα όπου ο ιδιοκτήτης παίζει ερωτικές γαλλικές μπαλάντες από βινύλιο, μία χελώνα μιλάει με ανθρώπινη φωνή, οι νέοι ερωτεύονται και πάνε βόλτες με βέσπα, ενώ ένας γέρος μετανάστης κουβαλά τον πόνο της χαμένης του πατρίδας βαλσαμωμένο στην καρδιά του.
Με πρωταγωνίστρια την επί 16 φορές μούσα και σύζυγό του Αριάν Ασκαρίντ, ο Γκεντιγκιάν επιχειρεί ένα τρυφερό, εκκεντρικό, κωμικό ταξίδι μαγικού ρεαλισμού από το οποίο ο καθένας μπορεί να συλλέξει όποιο σουβενίρ θέλει - άλλωστε υπάρχει ατόφια και η ατάκα μπροστά στον πάγκο με τα παράξενα τουριστικά δώρα : «Τι είδους σουβενίρ είναι καλέ αυτά;» / «Τα δικά μου. Είναι τα δικά μου σουβενίρ (αναμνήσεις)....» Ο κάθε θεατής μπορεί να σταθεί στην ιδιοσυγκρασιακή κωμωδία, στο κλείσιμο ματιού στην αναρχική νουβέλ βαγκ και στην ονειρική του Φελίνι (η σκηνή του «μιούζικαλ» είναι ξεκάθαρο homage), να προβληματιστεί με την καυστική κριτική για μια πόλη που δεν υπάρχει πια, ή να ακολουθήσει το νήμα της υπαρξιακής κρίσης που συνήθως παραμονεύει σε γενέθλιους μεσήλικους απολογισμούς.
Η όλη ιδέα θα μπορούσε να υλοποιήσει μία ταινία παιχνιδιάρικη, παραμυθένια, καθαρόαιμα συγκινητική και πανανθρώπινη. Το να τοποθετήσεις μία 50χρονη γυναίκα «που η ζωή της ήταν το σύνολο χιλιάδων τρίβια στιγμών νοικοκυριού», όπως λέει και το τραγουδάκι που της πρωτοαφιερώνει ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας, σε μία περιήγηση με ανοικτά μάτια στα παράδοξα όνειρά της μοιάζει με υπέροχη ευκαιρία για γλυκόπικρη κινηματογραφική μαγεία. Να παίξεις, ελεύθερα κι αφαιρετικά, με τον μύθο της Αριάδνης, γυναίκας του Διονύσου που δοξάζεται στην ανατολική Μεσόγειο, αλλά και με μία ενήλικη εκδοχή της «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» είναι εξίσου εμπνευσμένο.
Ομως όλες οι καλές προθέσεις, όλη η τρέλα, η νοσταλγία, το πολιτικό σχόλιο κι ο καμουφλαρισμένος ρομαντισμός κάνουν μάταιους, ατέρμονους κύκλους σ' έναν χαοτικό σεναριακό Λαβύρινθο. Ο Γκεντιγιάν χάνει την άκρη του μίτου του μέσα σε φαρσικές υπερβολές και τουριστικές γλαφυρότητες. Από την πρώτη σκηνή που οι οδηγοί που περιμένουν στο φανάρι της γέφυρας του λιμανιού εγκαταλείπουν τα αυτοκίνητά τους και ξεκινούν να λικνίζονται σ' ένα «αυθόρμητο» ομαδικό τσιφτετέλι, σφίγγεσαι. Ο,τι ακολουθεί είναι παρόμοια παλιομοδίτικο, βεβιασμένο, καρτ-ποσταλικό, «επίτηδες παράξενο». Για αυτό δεν σε αφορά, δεν σε αγγίζει, αντιθέτως, καταντά προβληματικό και σε στιγμές βαθιά εκνευριστικό.