Ο Πιερ παντρεύεται τη Φλοράνς, μοναχοκόρη ενός εργοστασιάρχη. Ολα είναι καλά στη σχέση τους και στη δουλειά του, ο ίδιος έχει γίνει πια διευθυντής αλλά η μονότονη ζωή του έχει αρχίσει και τον κουράζει. Οταν προσλαμβάνεται μια νεαρή όμορφη γραμματέας στο εργοστάσιο, ο Πιερ την ερωτεύεται τρελά και αισθάνεται πως μπορεί να ονειρευτεί ξανά...
Το χρώμα για το έργο του Πιερ Ετέξ ήταν ακριβώς ό,τι και ο ήχος για το σινεμά του Τσαρλς Τσάπλιν. Κάτι περισσότερο από μια νέα τεχνολογία. Κάτι σημαντικότερο από ακόμη ένα εργαλείο αφήγησης. Κάτι τόσο καθοριστικό όσο ένα νέο κεφάλαιο για την μικρή (σε ποσότητα) αλλά μεγάλη (σε συναισθηματική έκταση) φιλμογραφία του Γάλλου δημιουργού.
Σε αντίθεση, όμως, με τον Τσάπλιν που δεν ένιωσε ποτέ βολικά μέσα στο «ομιλόν σινεμά», παραδίδοντας, ωστόσο, μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα του, ο Ετέξ κάνει τη μετάβαση στο χρώμα με την ίδια χαρισματική ελαφρότητα που αντιμετώπιζε πάντοτε το σινεμά.
Υπέρμαχος μιας νέας – εξ ολοκλήρου δικής του επινόησης – φιλοσοφίας για τη χρήση του χρώματος, ο Ετέξ εγκαταλείπει με τον «Μεγάλο Ερωτα» τις ασπρόμαυρες αναφορές στο αμερικάνικο σινεμά και, για πρώτη φορά, έρχεται να συναντήσει πρόσωπο με πρόσωπο τον πραγματικό μέντορα του, Ζακ Τατί.
Περισσότερο και από το «Playtime», το οποίο έχει μόλις προηγηθεί το 1967, ο «Μεγάλος Ερωτας» αναπνέει τις αναζωογονητικές μνήμες του «Θείου Μου», ισορροπώντας επιδέξια στη λεπτή γραμμή που ενώνει τη φαντασία από την πραγματικότητα. Ενα παιχνίδι που, μπορεί στο έργο του Τατί, να υπήρξε η αφετηρία ενός ιδιότυπου σουρεαλισμού, αλλά στο σύμπαν του Ετέξ παραμένει η ραχοκοκαλιά ενός παραμορφωμένου ρεαλισμού.
Ναι, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, ο Ετέξ κάνει ρεαλισμό, όχι μόνο γιατί οι ήρωες του είναι αληθινοί, αλλά κυρίως γιατί η «έξοδος» τους στον κόσμο του φανταστικού είναι η κρυμμένη τους αλήθεια, ο τόπος που μπορούν να νιώσουν ελεύθεροι και η διάσταση στην οποία δεν χρειάζεται να βρουν δικαιολογία για τις επιθυμίες τους.
Ευρηματικός (όσο και ο δάσκαλος του), ο Ετέξ κομματιάζει τον κινηματογραφικό χρόνο, απλώνει τη χρωματική του παλέτα στο χώρο και με μαθηματική ακρίβεια παραδίδει ένα γκαγκ κάθε περίπου δέκα λεπτά. Μοιράζοντας τη μελαγχολία των ηρώων του με την ποίηση των ονειρικών ιντερλούδιων που σπάνε τη μονότονη ζωή τους, αυτό που ολοκληρώνει δεν είναι μόνο ένα κινηματογραφικό ποίημα για το αέναο κυνήγι της ευτυχίας, αλλά, περισσότερο κι απ'αυτό, ένα ερωτικό γράμμα στο σινεμά.
Με κεντρική και ιδιοφυή σκηνή αυτή με τα κινούμενα κρεβάτια που διασταυρώνουν καθημερινές ιστορίες έρωτα και απιστίας στο μέσο ενός επαρχιακού αυτοκινητόδρομου, ο Ετέξ αγγίζει με τον «Μεγάλο Ερωτα» την τελείωση ολόκληρου του κινηματογραφικού του κόσμου, έτσι όπως τον φαντάστηκε και έτσι ακριβώς όπως τόλμησε να τον κάνει πραγματικότητα.
Με απλά υλικά, μια αρχετυπική ιστορία για βάση και περίσσευμα αθωότητας ο «Μεγάλος Ερωτας» είναι μια ταινία στα όρια του μύθου. Ακόμη και αν ο χρόνος που περνάει την κάνει να μοιάζει απλοϊκή, η Ιστορία φρόντισε από νωρίς να την καταχωρίσει – ευτυχώς – ως διαχρονικά ερωτεύσιμη.