Μέσα από αρχεία, φωτογραφικό υλικό, κινηματογραφικές ταινίες και επίκαιρα, ο Μιχαήλ Ρομ ανασυνθέτει τη φρίκη του Ναζισμού.

Υπάρχουν δύο τρόποι να δεις το φιλμ του Μιχαήλ Ρομ, ένα ιδιότυπο ντοκιμαντέρ που αποτελείται από μη πρωτότυπο υλικό, αλλά βασίζεται, όπως δηλώνεται και στους τίτλους αρχής του, σε αρχεία του Υπουργείου Προπαγάνδας, το προσωπικό φωτογραφικό αρχείο του Χίτλερ και σε ερασιτεχνικές φωτογραφίες από Ναζί αξιωματούχους και στρατιώτες, όλα δεμένα σε μια ενιαία αφήγηση που υπογράφει ο ίδιος ο Ρομ.

Ο πρώτος είναι να το δεις ως ένα αντιφασιστικό μανιφέστο που εξαπολύεται από τα σπλάχνα ενός μαρξιστή, ο οποίος προσπαθεί να ερμηνεύσει την Ιστορία. Ως τέτοιο μοιάζει εύκολο, σε στιγμές αφελές, προκατειλημμένο ως προς την δική του «σοβιετική» προπαγάνδα και τελικά ξεπερασμένο. Η προσπάθεια του Ρομ να εξηγήσει τον «καθημερινό» φασισμό (όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας) μπορεί να τον οδηγεί επιτυχώς σε μια ψυχολογική ανάλυση του ναζισμού και πως αυτός έγινε αποδεκτός από τη μάζα ως μάννα εξ ουρανού, αλλά η επιλεκτική σύνθεση των γεγονότων, ο δογματισμός και ο υπερβολικός συναισθηματισμός του voice over δεν του επιτρέπουν να ολοκληρώσει και μια αντικειμενική εικόνα πάνω στο φαινόμενο.

Ο δεύτερος είναι να το δεις ως ένα πείραμα πάνω στο είδος του ντοκιμαντέρ. Ως τέτοιο μοιάζει εφευρετικό, σε στιγμές συναρπαστικό, ιδανικό δείγμα της έννοιας της ανακατασκευής υπάρχοντος υλικού για τη δημιουργία ενός ολότελα καινούργιου από την αρχή. Με τη βοήθεια ενός «πονηρού» μοντάζ ο Ρομ αντιπαραθέτει περισσότερες από μια φορές την ευημερία των ναζισμών με τα πτώματα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ειρωνεύεται (μέσα από το ίδιο το δικό τους υλικό) τους αξιωματούχους των Ναζί, αφήνει ένα υποδόρροιο χιούμορ να ελαφρύνει την τραγωδία και ποτίζει με ουμανισμό το αφήγημα του. Αποδεικνύοντας πως ο κινηματογράφος έχει τη δύναμη να ξανασυνθέσει την πραγματικότητα, δίνοντας της νέες αναπάντεχες διαστάσεις, ακόμη και όταν αποδεικνύεται ο μεγαλύτερος χειραγωγός.

Σαραντάξι χρόνια μετά από τη δημιουργία του Ρομ, σε μια Ευρώπη που ζει πιο έντονα απο ποτέ την άνοδο των ακροδεξιών στοιχείων, ο «Αληθινός Φασισμός» μπορεί τουλάχιστον να λειτουργήσει ως υπενθύμιση. Και αυτό είναι ίσως ο σημαντικότερος λόγος που δικαιολογεί την επανακυκλοφορία του στις αίθουσες.