Συνήθως ένα κινηματογραφικό σκηνοθετικό ντεμπούτο δεν μπορεί να κρύψει τις καλλιτεχνικές και αισθητικές επιρροές του. Ο Ντέιβιντ Ρέιμοντ ωστόσο πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Ο «Κυνηγός της Νύχτας» δεν είναι απλά ένα φιλμ γεμάτο από αναφορές σε θεμελιώδη στοιχεία του αστυνομικού θρίλερ, αλλά ένα κολάζ από κλισέ και ευκολίες του genre που κάνουν αδύνατη την διάκριση οποιασδήποτε προσωπικής ταυτότητας.
Γιατί ήδη από την πρώτη σκηνή της ταινίας όπου μία κοπέλα προσπαθεί μάταια να γλιτώσει από τα χέρια ενός πιθανού σεξουαλικού θηρευτή μέχρι και την τελική σκηνή καταδίωξης (όπου ακόμα και το μοντάζ κάνει δύσκολη την λογική παρακολούθηση της ιστορίας), η ταινία του Ντέιβιντ Ρέιμοντ χρησιμοποιεί ανελλιπώς και με πάθος κάθε πιθανό αφηγηματικό στοιχείο του genre, σαν να προσπαθεί να αριστεύσει σε κάποιο ιδιότυπο διαγώνισμα αντιγραφής.
Σύμφωνα με την υπόθεση, αν μπορεί να οριστεί έτσι το όποιο σεναριακό σύνολο, ένας Βρετανός ταλαιπωρημένος αστυνομικός (Χένρι Καβίλ), το αστυνομικό σώμα στο οποίο ανήκει (ανάμεσά του και η καινούρια στην ομάδα, Αλεξάντρα Νταντάριο) και ένας αυτόκλητος τιμωρός (Μπεν Κίνγκσλεϊ) που εντοπίζει βιαστές χρησιμοποιώντας την βοήθεια μιας νεαρής κοπέλας που ποζάρει ως υποψήφιο θύμα, εμπλέκονται σε μία επικίνδυνη συνομωσία που σχετίζεται με τη σύλληψη ενός άρρωστου άντρα, ο οποίος συνδέεται με απαγωγές και δολοφονίες γυναικών.
Προφανώς και τα πράγματα όμως δεν είναι όπως ακριβώς φαίνεται, φυσικά και οι προσωπικές ζωές των ηρώων πρόκειται να συνδεθούν δραματικά με τα δρώμενα και εννοείται πως τίποτα δεν πρόκειται να εξελιχθεί όπως αρχικά αναμένεται, σε μία αφήγηση γεμάτη «εκπλήξεις», η οποία όμως δεν ενδιαφέρεται καν να προετοιμάσει το έδαφος πριν από κάθε, όλο και πιο παράλογη, ανατροπή.
Αυτό που τελικά προκύπτει θα μπορούσε να ήταν ένα επεισόδιο οποιασδήποτε αστυνομικής σειράς (όχι όμως από τα καλύτερα), ένα φιλμ-φόρος τιμής στο «Seven» και το «Κορίτσι με το τατουάζ» (χωρίς όμως την παραμικρή έμπνευση), ακόμα και μία ταινία που θα μπορούσε να βρει κανείς στα ράφια ενός βίντεο κλαμπ της δεκαετίας του 1990 (αφού όλες οι υπόλοιπες καλές ταινίες θα ήταν ήδη νοικιασμένες).
Κι όσο κι αν οι ηθοποιοί προσπαθούν έντιμα να αποδείξουν τον λόγο που πληρώθηκαν για να συμμετέχουν στην ταινία, η απορία παραμένει μέχρι τέλους σχετικά με τους λόγους που μια τέτοια ταινία δημιουργήθηκε εξαρχής, πέρα από το να προκαλέσει τις αναμνήσεις (και μόνο) όλων των αστυνομικών θρίλερ των 90ς που επαναπροσδιόρισαν το είδος για τις επόμενες δεκαετίες.
Η δε παρουσία των Στάνλεϊ Τούτσι και Νέιθαν Φίλιον αποτελεί ένα μυστήριο από μόνη της, καθώς και οι δυο ηθοποιοί παραμένουν συνεχώς ανεκμετάλλευτοι ερμηνεύοντας δύο χαρακτήρες που μοιάζουν απλά με εκ των υστέρων προσθήκη, ή απλά αποτελούν το κατάλοιπο μιας ιδέας που τελικά δεν ευόδωσε στην τελική μορφή της ταινίας.
Το χειρότερο όμως όλων είναι ότι το «Nomis» αγνοεί τελικά πλήρως την βαρύτητα των σεξουαλικών εγκλημάτων, χρησιμοποιώντας τα απλά ως πρόσχημα για να αφηγηθεί μια γενικόλογη ιστορία χωρίς πραγματική ένταση και με μηδαμινή κοινωνική συσχέτιση. Και αυτό δεν κάνει απλά κενή την ταινία αλλά αποκόπτει μια και καλή όποια επαφή μπορεί να έχει με την σύγχρονη πραγματικότητα.