Μάρτιος 1943, Λβιβ - Πολωνία. Ο Λέοπολντ Σόχα, ένας μεροκαματιάρης υδραυλικός και υπεύθυνος για τους δημόσιους υπονόμους, συμπληρώνει το πενιχρό εισόδημά του κάνοντας τις νύχτες επιδρομές μαζί με τον βοηθό του στα ερημωμένα σπίτια των Εβραίων που τους έχουν συγκεντρώσει οι Γερμανοί σε τοπικά στρατόπεδα. Κάποια στιγμή παρουσιάζεται μία ακόμα ευκαιρία για χρήμα: εβραϊκές οικογένειες που προσπαθούν να το σκάσουν από το μένος των Ναζί, προσφέρουν χρήματα σε Πολωνούς που θα τους κρύψουν στους δαιδαλώδεις υπονόμους. Ο Σόχα δέχεται συμφεροντολογικά. Μόνο που έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα: δεν μπορεί να τους σώσει όλους. Ταυτόχρονα οι Γερμανοί αντιμετωπίζουν ανελέητα όσους βοηθούν τους Εβραίους και ο κλοιός σφίγγει γύρω από τον Σόχα και την οικογένειά του. Σκοτάδι κάτω από τη γη, σκοτάδι στο εμπόλεμο μίσος στην επιφάνειά της. Μοναχικό σκοτάδι στην ψυχή του ανθρώπου που πρέπει να αποφασίσει ανάμεσα στο καλό και το κακό.
Βασισμένο στο βιβλίο του Ρόμπερτ Μάρσαλ «Στους Υπονόμους της Λβιβ», το σενάριο του Ντέιβιντ Γ. Σάμουν θα μπορούσε να δημιουργήσει μία εντελώς διαφορετική ταινία: ένα αντιπολεμικό μελό, που θα πατούσε πάνω σε κάθε υπάρχουσα μινόρε χορδή για να εκβιάσει συναίσθημα μπροστά στην τραγωδία του Ολοκαυτώματος. Δε χρειάζεται άλλωστε και πολύ. Η καταγεγραμμένη ιστορικά θηριωδία των Ναζί γνωρίζει πώς να απευθυνθεί κινηματογραφικά στην συλλογική ντροπή μας.
Ομως στη σκηνοθετική καρέκλα δεν κάθεται ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, αλλά η βετεράνος Πολωνή σκηνοθέτιδα Ανιέσκα Χόλαντ (που ξεκίνησε την καριέρα της στη δεκαετία του 70 δίπλα στον Αντρέϊ Βάιντα και τον Κριστόφ Ζανούσι). Σ' ένα δύσκολο (τόσο συναισθηματικά όσο και τεχνικά) έργο, η Χόλαντ επιχειρεί μία 145λεπτη κάθοδο στο σκοτάδι, το πραγματικό και το συμβολικό. Μία ταινία όχι ακριβώς ρεαλιστική στη φόρμα (το απαράμιλλο σκηνοθετικό στιλ δεν επιτρέπει να τη χαρακτηρίσουμε νατουραλιστική), αλλά συνειδητά αληθινή στο πώς σφυροκοπεί τις αισθήσεις - με καθαρόαιμη φρίκη.
Δεν μας χαρίζεται η Χόλαντ. Οπως ο Πολάνσκι στον «Πιανίστα» του, έτσι κι εκείνη δεν ενδιαφέρεται τόσο να σε περιηγήσει στην ιστορική καλλιγραφία της εποχής, όσο να σε κάνει να νιώσεις στο πετσί σου την μεγαλύτερη αγωνία από όλες: την επιβίωση. Κινηματογραφεί την μπόχα των κλειστοφοβικών υπονόμων με ανελέητη ένταση, απελπισία, θάνατο. Αυτό όμως που κάνει στα εξωτερικά της πλάνα, εκεί όπου έχει πέσει σκότος στην ανθρωπιά, είναι πραγματικά αβάσταχτο. Μία σκηνή όπου γυμνές γυναίκες κάθε ηλικίας τρέχουν στο δάσος κυνηγημένες από Ναζί και βγάζοντας κραυγές ζώων (όταν αυτά ξέρουν ότι οδηγούνται στη σφαγή), κινηματογραφείται με την κάμερα στον ώμο - σαν εφιαλτική οπτική ταχυπαλμία. Το μίσος στα πρόσωπα, η κακουχία στα σώματα, η αναλωσιμότητα της ανθρώπινης ζωής - όλα αφήνουν στίγμα στην κάμερα της Χόλαντ, χωρίς όμως να υπογραμμίζονται. Κι αυτό τα κάνει ακόμα πιο αβάσταχτα. Πιο αληθινά.
Με τη βοήθεια της φωτογράφου της, Γιολάντα Ντιλέφσκα, η Χόλαντ δημιουργεί έναν Ανω Κόσμο μίας δυσβάσταχτης πραγματικότητας, μίας γκρι, βαριάς αέναα συννεφιασμένης ιστορικής συγκυρίας. Κι έναν Κάτω Κόσμο μολυσμένης, χωρίς αρκετό οξυγόνο ελπίδας, όπου οι φιγούρες των Εβραίων ημιφωτίζονται αρχικά ως βυζαντινές αγιογραφίες, για να καταλήξουν σε τρομαγμένα σκελετωμένα πρόσωπα σαν τα φαντάσματα το Εγκον Σίλε.
Το μεγαλύτερο ατού της ταινίας όμως είναι ο υπέροχος πρωταγωνιστή της. Ο αντιήρωάς της. Η ερμηνεία του Ρόμπερτ Βιέκεβιτς απέχει πολύ από το συνηθισμένο κινηματογραφικό «σχήμα» του οπορτουνιστή που στην τρίτη πράξη μεταμορφώνεται σε σωτήρας. Το σκληρό του πρόσωπο, η εργατικής τάξης στόφα του, η απλοϊκή του συμπεριφορά τον κάνει πιστευτό. Κι όταν απλά η ανθρωπιά του παίρνει -φυσικά, αβίαστα- το τιμόνι, η συγκίνηση μεγιστοποιείται.
Υπάρχει μία μακάβρια ομορφιά στην ταινία της Χόλαντ. Μία επώδυνη να την κοιτάς τέχνη στην λεπτομέρεια του σινεμά της. Ενα σινεμά που θα ήταν τέλειο αν δεν υπέκυπτε στην κλεισούρα της διάρκειάς του (δεν αντέχονται 145 λεπτά στο σκοτάδι), αλλά και στην παγίδα κάποιων στερεότυπων σκηνών συναισθηματικής κορύφωσης στο φινάλε του.
Της το συγχωρούμε. Είναι αναγκαίο ένα τέτοιο σινεμά στις μέρες μας. Να ορθώνει ανάστημα και να προβληματίζει για τα κοινωνικά εγκλήματα που ανδρώθηκαν και πάλι μέσα από τον οικονομικό τρόμο. Να αντιπαραβάλλεται στα youtube βίντεο από τις γειτονιές της πόλης μας, όπου η βία παγώνει το μεδούλι των σύγχρονων κατατρεγμένων και εσύ κοιτάς βουβός και μουδιασμένος από το παράθυρο προσπαθώντας να επιλέξεις. Φως ή σκοτάδι;