To 2001, στα προκριματικά για το Παγκόσμιο Κύπελλο, η εθνική ποδοσφαίρου της Αμερικανικής Σαμόα ηττήθηκε κατά κράτος από εκείνη της Αυστραλίας σε έναν αγώνα που έμελλε να περάσει στα ρεκόρ Γκίνες: 31-0! Μια δεκαετία μετά, ο πρόεδρος του συλλόγου, στην προσπάθειά του να ανασυγκροτήσει την ταπεινωμένη ομάδα ενόψει ενός αγώνα με την εθνική Τόνγκα, στρέφεται σε έναν Ολλανδό προπονητή εξ Αμερικής. Ομως ο Τόμας Ρόνγκεν, έκπτωτος και πότης, είναι το ίδιο αποτυχημένος με τους παίκτες. Μετά από πιέσεις της πρώην συζύγου του και νυν μνηστής του αφεντικού, αναλαμβάνει διστακτικά τη θέση. Θα καταφέρει άραγε να μεταμορφώσει τους παντελώς σκουριασμένους αθλητές σε μια επαρκώς ανταγωνιστική ομάδα;
Για feelgood αμερικανική αθλητική κωμωδία πρόκειται, οπότε το ερώτημα είναι ρητορικό. Που σημαίνει ότι είναι σχεδόν προαπαιτούμενος ο θρίαμβος του πνεύματος (εν προκειμένω και του σώματος μαζί). Tο θέμα είναι πώς θα φθάσουμε εκεί. Θα συγκρουστεί ο δυτικός ορθολογισμός του προπονητή (Μάικλ Φασμπέντερ, σε μια σπάνια για την εικόνα του όσο και αδιάφορη κωμική απόπειρα) με τη χαλαρότητα και τη μεταφυσική αισιοδοξία των Πολυνήσιων; Θα μάθει κάτι ο Ολλανδοαμερικάνος από τους έξω καρδιά οικοδεσπότες του; Θα μάθουν εκείνοι κάτι από τονσυγκεντρωτικό Λευκό σωτήρα; Παίκτες καινούργιοι θα βρεθούν - έστω και περαστικοί; Και οι παλιοί ντροπιασμένοι και παροπλισμένοι θα επιστρέψουν;
Εξίσου ρητορικές θα αποδειχθούν όλες οι απορίες, μαζί, φυσικά, και το αν οι προπονητικές δοκιμασίες των παικτών θα στηθούν σαν χιουμοριστικό κλιπ μετά μουσικής έλα-ώπα. Μονάχα δύο ιδιαιτερότητες έχει το σενάριο, που βασίστηκε σε ένα ομότιτλο ντοκιμαντέρ του 2014. Τον χαρακτήρα της Τζάια, της πρώτης τρανς που συμμετείχε σε ανδρική ποδοσφαιρική ομάδα, και την τραγωδία που στιγμάτισε προ ετών τη ζωή του Ρόνγκεν και μαθαίνουμε το τελευταίο ημίωρο. Και οι δύο, ωστόσο, μένουν στο επίπεδο της απλής έκπληξης. Καμία δεν έχει βάθος (θα είχε ενδιαφέρον η περίπτωση της Τζάια ως αιχμή της ιστορίας) στο πλαίσιο μιας όλα-θα-πάνε-φίνα λογικής που δε θέλει να δείξει κανέναν να συγχίζεται πραγματικά, και όλους να απολογούνται πάραυτα σε όλους με την παραμικρή τριβή.
Ο Τάικα Γουαϊτίτι, ο άνθρωπος πίσω από τα δύο τελευταία χαβαλεδιάρικα «Thor» και οσκαρούχος σεναριογράφος του «Τζότζο», ακολουθεί τυφλά τη συνταγή δια του φόβου οποιασδήποτε απόκλισης θα στοίχιζε στο φιλμ τη γλυκιά του μακαριότητα. Εμφανίζεται κι ο ίδιος στην αρχή, ως μυστακοφόρος σαμάνος - τύπου - και αφηγητής, θέλοντας να δώσει στο απίστευτο-πλην-αληθινό χρονικό μια διάσταση απόκοσμη. Ομως το μόνο εξωπραγματικό που νιώσαμε βλέποντας την ταινία ήταν η ανία μπροστά στο λιστάρισμα των πιο παρωχημένων κλισέ.