Μια άλλη εκδοχή του «Μονομάχου» του μοιάζει να θέλει να κάνει με τη νέα του ταινία ο Ρίντλεϊ Σκοτ, επιστρέφοντας μ' έναν τρόπο στο περιβάλλον του ντεμπούτου του, των «Μονομάχων» του 1977, μόνο που ο Ναπολέων είναι μάλλον πιο σύνθετη περίπτωση από κάθε μονομάχο, κι από την άλλη ο Ράσελ Κρόου πολύ πιο αποδοτικός σ' εκείνο το ρόλο, από τον Γιοακίν Φίνιξ που φορά το καπέλο του στρατηγού-αυτοκράτορα σαν να έχει πάρει ζάναξ.
Η ιστορία, μια επεισοδιακή διαδρομή στη ζωή και το τέλος του Μεγάλου Κορσικανού, ξεκινά απ' όταν ο Ναπολέων κατέκτησε για λογαριασμό των Γάλλων την Τουλόν, επιτυχία που τον έφερε στο μετεπαναστατικό Παρίσι της Βασιλείας του Τρόμου του Ροβεσπιέρου και καταλήγει, αφότου ο Ναπολέων έχει γίνει Υπατος της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας και προοδευτικά Αυτοκράτορας της Γαλλίας, στην εξορία του τέλους του στη νήσο της Αγίας Ελένης, μια εικοσιπενταετία που άλλαξε για πάντα την Ευρώπη, την έννοια της πολιτικής φιλοδοξίας, την υφή της εξουσίας και την πολύπλευρη φύση του αυταρχισμού. Ολ' αυτά, μέσα από την παθιασμένη, καθοριστική σχέση του με την Ιωσηφίνα, αποφυλακισμένη αριστοκράτισσα και παροιμιωδώς θελκτική γυναίκα.
Σεναριακά, η ταινία μοιάζει ανίκανη να αποδώσει την πορεία και τις πολύπλοκες ισορροπίες της Γαλλίας στην αιματοβαμμένη, εμπόλεμη κατάστασή της μετά το 1789 - η Ιστορία αποτυπώνεται αποσπασματικά, ώστε όποιος δεν τη γνωρίζει σίγουρα να μην την αντιλαμβάνεται, αλλά και τόσο μονοδιάστατα αφηγηματικά, που η εξέλιξη του αμφιλεγόμενου, συναρπαστικού Ναπολέοντα από περιφρονημένου, συμπλεγματικού Κορσικανού νέου στον σημαντικότερο άντρα της εποχής του, να μην έχει νόημα, σημασία ή ειρμό.
Ταυτόχρονα, η χαρακτηρογραφία του Ναπολέοντα και της Ιωσηφίνας - για να μην πιάσουμε τους «Σμαραγδικά» χάρτινους δευτεραγωνιστές - δεν επιδιώκει κανένα βάθος, καμία κινηματογραφική μεστότητα που από τη μια να τους περιβάλλει με το ιστορικό προφίλ τους κι από την άλλη να κάνει οποιαδήποτε αναγωγή σε κάτι μεγαλύτερο, στον πυρετό της δόξας σύγχρονων ηγετών, στην έννοια της μοναρχίας, ντυμένης με πορφύρα ή με κουρέλια, στο τίμημα μιας ταξικής επανάστασης, στη βία της πολύχρονης προσπάθειας για την εγκαθίδρυση μιας δημοκρατίας.
Η Βανέσα Κέρμπι ως Ιωσηφίνα είναι πανέμορφη, αλλά εγκληματικά μονοδιάστατη, ενώ ο Γιοακίν Φίνιξ ερμηνεύει τον Ναπολέοντα, μια από τις πιο φλογισμένες προσωπικότητες όλων των εποχών, με το γνώριμο κατατονικό, ελαφρώς πληγωμένο, αδέξια απορημένο ύφος που συνηθίζει στις ερμηνείες του και που εδώ, με εξαίρεση τη φυσική σωματική του δυσκαμψία, ταιριαστή στον ήρωά του στη μεγαλύτερη ηλικία της αφήγησης, μοιάζει τόσο εκτός θέματος, όσο οι κωμικά μονολεκτικές, διατυπωμένες με ασυγχώρητη απλοϊκότητα, ατάκες του.
Εκεί όπου ο Ρίντλεϊ Σκοτ αληθινά λάμπει, όπως πάντα (πείθοντάς μας ότι, τελικά, αυτός ήταν το λόγος που θέλησε να σκηνοθετήσει αυτή τη βιογραφία), είναι οι σκηνές πλήθους, τόσο στην Εθνοσυνέλευση και το παλάτι, όσο και στις μάχες, τις σώμα με σώμα, με το ιππικό και το πεζικό και τα κορμιά σε σήψη, βίαιες και, μαζί, ρεαλιστικές κι επικές, με αποκορύφωμα εκείνη του Βατερλό, η καθοριστική ήττα του Ναπολέοντα, ο θρίαμβος του Σκοτ και του φωτογράφου του, Ντάριους Βόλσκι.
Για μια ιστορία που έχει πολλές φορές αφήσει το στίγμα της στην οθόνη, από τον ανεπανάληπτα μοντέρνο «Ναπολέοντα» του Αμπέλ Γκανς του 1927, ως τον Μάρλον Μπράντο του «Ντεζιρέ», ως το απραγματοποίητο όνειρο του Στάνλεϊ Κούμπρικ που πεισματικά προσπαθεί να φέρει στο φως ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, αυτός εδώ ο «Ναπολέων», σίγουρα με εμπορικές, αλλά και οσκαρικές, αξιώσεις, αποδεικνύεται τελικά μια χαμένη ευκαιρία, που ο Ναπολέων δεν θα επέτρεπε ποτέ.