«Don’t play it for real, until it gets real.»
Η συμβουλή ενός βαριεστημένου σκηνοθέτη που αναγκάζεται να υποστεί τις επιλογές των παραγωγών του παρακολουθώντας το κάστινγκ ακόμη μιας ξανθιάς, γλυκιάς, ευγενικής κοπέλας που θέλει να κυνηγήσει το όνειρο της στο Χόλιγουντ, είναι το «κλειδί» όλου του φιλμ που νομοτελειακά θα έκανε ο Ντέιβιντ Λιντς μετά από τα κατα συρροή συγγενή αριστουργήματα που δεν εξαντλούνται στο «Μπλε Βελούδο», την «Ατίθαση Καρδιά» και τη «Χαμένη Λεωφόρο», αλλά συμπεριλαμβάνουν αδιαμφισβήτητα το «Twin Peaks» (αν τα ίδια τα παραπάνω δεν συμπεριλαμβάνονται ήδη πριν σε αυτό).
Ηθελημένα άχρονο, με χαρακτηριστικά που μοιάζουν με mash-up διαφορετικών εποχών και με υφή που μοιάζει διαρκώς με vintage φτιαγμένο από καινούρια υλικά, το «Mulholland Drive« είναι η πεμπτουσία του σαιξπηρικού «ένα όνειρο μέσα σε ένα όνειρο», καθώς τίποτα δεν είναι πραγματικό μέχρι τη στιγμή που γίνεται πραγματικότητα και τίποτα δεν είναι απλώς ένα όνειρο μέχρι τη στιγμή που πλέον είσαι σίγουρος ότι αυτό που συμβαίνει μπροστά στα μάτια σου έχει νόημα μόνο επειδή είναι ένα όνειρο. Οποιαδήποτε λογική εξήγηση σε ξυπνάει σε ένα καινούριο όνειρο, πριν ταινία, ήρωες, θεατές (και το σύμπαν ολόκληρο) βυθιστούν στο απόλυτο σκοτάδια ενός αχαρτογράφητου χώρου όπου το μόνο που έχει νόημα να βρίσκεται σε εκρήγορση είναι το υποσυνείδητο.
Από το τέλος της πρώτης προβολής του μέχρι και σήμερα, κάθε προσπάθεια συμπύκνωσης της ιστορίας του φιλμ πέφτει στο κενό. Θα αρκούσε να συγκρατήσει κανείς τη συνάντηση της Μπέτι, μιας νεαρής κοπέλας που φτάνει στο Λος Αντζελες για να γίνει σταρ του Χόλιγουντ με μια γυναίκα που μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα έχει πάθει αμνησία. Οτιδήποτε γίνεται γύρω από αυτήν την (ας τη πούμε) κεντρική ιστορία της σχέσης τους περιγράφεται μόνο ως ομόκεντροι κύκλοι που ανοίγουν διαρκώς και δεν κλείνουν ποτέ προσθέτοντας ήρωες, υποπλοκές, παραδοξότητες και μυστήριο, δίνοντας την αίσθηση ενός υπερ-νουάρ που σαν από πείσμα του Ντέιβιντ ΛΙντς προδίδει την κατακερματισμένη του καταγωγή ως μια τηλεοπτική σειρά από την οποία πρόλαβε να γυρίσει μόνο μερικές σκηνές ενός πιλότου που κόπηκε πανηγυρικά εν έτει 1999 από το ABC.
Κι όμως, πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς ότι ενώ κάθε επόμενη σκηνή του «Mulholland Drive» μπερδεύει ακόμη περισσότερο την υπόθεση, το ενδιαφέρον του θεατή αναζοπυρώνεται κάθε φορά x100; Πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς πως όσο η υπόθεση τον πετάει έξω, αυτός βυθίζεται όλο και πιο βαθιά στα σπλάχνα αυτής της διαδρομής σε ένα Χόλιγουντ που πολύ πριν από την πόλη των ονείρων μοιάζει με ένα λαγούμι που φωτίζεται μόνο από μικροσκοπικές πύλες που δεν ξέρεις που οδηγούν; Πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς πως από την προετοιμασία ενός καφέ, μέχρι την πρόβα μιας σκηνής και από ένα βλέμμα σε ένα καθρέφτη μέχρι ένα απλό τηλεφώνημα στη θεία σου, όλα σε αυτήν την ταινια αποκτούν διαστάσεις μυθικές, ανατριχιαστικές, ερεθιστικές, σαν να συμβαίνουν ταυτόχρονα μέσα στην ταινία και έξω από αυτήν; Πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς πως μερικές στο σινεμά (κι ευτυχώς και στη ζωή) δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα;
Ο Ντέιβιντ Λιντς βγάζει από το πορτ παγκάζ του ανοιχτόχρωμου κονβέρτιμπλ που οδηγεί στα όνειρα του όλα όσα χρειάζεται ένας μεγάλος σκηνοθέτης όταν κάνει - επιτέλους - τη μεγάλη του ταινία για το σινεμά. Για να υπενθυμίσει απλώς πως ένας μεγάλος σκηνοθέτης μιλάει με όλες τις ταινίες του - πριν από οτιδήποτε - για το σινεμά.
Το «Mulholland Drive» είναι απλά η μεγάλη πόρτα που ορθάνοιχτη αυτή τη φορά υποδέχεται φιλόξενα και με ανυπομονησία όλους τους ήρωες και τις εμμονές του: αθώους νέους, καταραμένους εραστές, μονομανείς καλλιτέχνες, αστείους μαφιόζους, γκροτέσκα πλάσματα της νύχτας, νάνους και καουμπόιδες, μεγάλες προσδοκίες, παιχνίδια του μυαλού και της μοίρας, την ύπαρξη ενός παράλληλου σύμπαντος που μοιάζει σαν να είναι αυτό που ενώνει αιώνες τώρα τον κόσμο του σινεμά με τον κόσμο εκεί έξω.
Ο Ντέιβιντ Λιντς είναι ο εκ-κεντρικός οικοδεσπότης. Ανεβάζοντας το volume σε όλα τα σήματα - κατατεθέν του, φτάνει με αυτήν την ταινία σε εκείνο το σημείο που κερδίζει την αποδοχή. Οχι του κακώς εννοούμενου mainstream - για να μιλήσουμε με όρους στουντιακούς, αλλά με τους όρους ενός ιδιοφυούς καλλιτέχνη που το διάτρητο έργο του είναι τέτοιο μόνο για όποιον θεατή πιστέψει ότι το μόνο που αρκεί είναι να βρει τα κλειδιά. Ο Λιντς ειρωνεύεται, κυριολεκτεί, κάνει πολιτική, σάτιρα και hommage στο ίδιο ακριβώς πλάνο, την ίδια ώρα που δεν σταματάει πουθενά, νιώθοντας άτρωτος, όχι από αλαζονία αλλά από το γεγονός ότι κρατάει στα χέρια του μια μήτρα ιδεών που δεν τελειώνουν πουθενά.
Ισοπεδώνοντας με ένα κατάμαυρο ρέκβιεμ το σύστημα μέσα στο οποίο ούτε ο ίδιος δεν κατάφερε να επιβιώσει, αποθεώνει ωστόσο με βαθιά συγκινητικό τρόπο το ίδιο το σινεμά ως τη μοναδική υγιή διαφυγή από την πραγματικότητα ή τελικά το μοναδικό τρόπο για να φτάσεις σε αυτήν. Παίζοντας διαρκώς με τους ρόλους που υποδυόμαστε, τους άλλους που μας επιβάλλουν, αυτούς που ονειρευόμαστε και αυτούς που τελικά αναλαμβάνουμε σε μια τρίτη πράξη που όμοια της δεν πρέπει να γνώρισε έκτοτε το σύγχρονο σινεμά, ο Λιντς επιστρέφει στον Χίτσκοκ (στον ωραιότερο φόρο τιμής που έγινε ποτέ στο «Vertigo»), βρίσκει το δικό του «Rosebud» σε μια απλή μαγική λέξη όπως το «Silencio», συστήνει με μια αδιανόητη ερμηνεία τη Ναόμι Γουότς που μοιάζει να ενσαρκώνει μια μεταλλαγμένη Ντόρις Ντέι στη μορφή μιας femme fatale που δεν κατάφερε ποτέ να κλέψει την παράσταση στο φιλμ νουάρ που σκηνοθετεί η ίδια, γιγαντώνει την παράδοξη αμερικάνα του σε μια πατρίδα φτιαγμένη από εφιάλτες που αν τολμήσεις να τους επαληθεύσεις το πιο πιθανό είναι να… επαληθευτούν και κρύβει μέσα στην καρδιά της ταινίας του μια ερωτική ιστορία πιο σπαρακτική κι από το τραγούδι που συνεχίζεται εσαεί στη σκηνή ακόμη και όταν η τραγουδίστρια είναι νεκρή και που θα κάνει πάντα ένα ερωτευμένο κορίτσι να κλαίει.
Παρά τα φαινόμενα, ο Ντέιβιντ Λιντς ξέρει πολύ καλά τι αφηγείται, πώς το αφηγείται, τι είναι όνειρο, τι παιχνίδι με τον θεατή και τι όχι και παραδίδει το αριστούργημα του χωρίς να υποκρίνεται ότι αυτό που βλέπουμε είναι κάτι πραγματικό, μέχρι τη στιγμή που η οθόνη μαυρίζει, ο θεατής ξυπνά και η πραγματικότητα απλώνεται αδυσώπητη στο ύψος των ματιών του. Είκοσι χρόνια μετά και το «Mulholland Drive» συνεχίζει να γεμίζει με υπέροχο, χορταστικό, σέξι, μελαγχολικό, πολιτικό, θαρραλέο, ακαταμάχητα γοητευτικό σινεμά το χωροχρόνο ανάμεσα στη στιγμή που είναι πολύ αργά για να μετανιώσεις που ξύπνησες αλλά αρκετά νωρίς για να αντιληφθείς πως ο μόνος τρόπος για να μπερδέψεις κάποιον για την πραγματικότητα είναι να την γνωρίζεις.
«Don’t play it for real, until it gets real.»