To «Δεσμώτες της Λάσπης» θα ήταν ένας πιο ακριβής ελληνικός τίτλος για το Mudbound. Όχι γιατί στη δεύτερη ταινία της Αφροαμερικανίδας Ντι Ρις, επτά χρόνια μετά το εξαιρετικό κι απρόβλητο στη χώρα μας «Pariah», δεν υπάρχουν αρκετά δάκρυα στον Μισισιπή, όπου εκτυλίσσεται, κάθε άλλο, αλλά γιατί η λάσπη μοιάζει να είναι το κυρίαρχο στοιχείο τόσο στο βαλτώδες τοπίο του αμερικανικού Νότου, όσο και στη βαλτωμένη από το ρατσισμό και το φυλετικό μίσος ατμόσφαιρα στην περιοχή την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. «Ακόμα και τα όνειρά μου είχαν καφέ χρώμα», θα πει στην αρχή κιόλας της ταινίας η κεντρική ηρωίδα Λόρα ΜακΑλαν, μια καλλιεργημένη κι ευαίσθητη γυναίκα, που θα αναγκαστεί να ακολουθήσει τον πεισματάρη σύζυγό της Χένρι στο δέλτα του Μισιπή για να ζήσουν μαζί με τις δύο κόρες τους και τον σκληροτράχηλο και κατάφωρα ρατσιστή πεθερό της μια αγροτική ζωή, γεμάτη κακουχίες.
Οσο δύσκολα κι αν είναι τα πράγματα για τους ΜακΑλαν, όμως, το λευκό χρώμα του δέρματός τους τούς δίνει την υπεροχή και κυρίως το δικαίωμα της ιδιοκτησίας στη γη που καλλιεργούν, σε αντίθεση με την οικογένεια του Χαπ και της Φλόρενς Τζάκσον, οι οποίοι αν και συνεχίζουν τη μακρόχρονη παράδοση των σκλάβων προγόνων τους, δεν έχουν δικαίωμα να αποκτήσουν τίτλους ιδιοκτησίας στη γη που οργώνουν, αλλά αναγκάζονται να δουλεύουν ως μισθωτοί καλλιεργητές για τους ΜακΆλαν και να υπομένουν στωικά τον υφέρποντα ή έκδηλο ρατσισμό τους, σκύβοντας το κεφάλι σε εξουσιαστικές δομές αιώνων, που η επίσημη κατάργηση της δουλείας μόνο τυπικά εξαφάνισε. Η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ και η ανάμειξη της Αμερικής στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο θα επιφέρει σαρωτικές αλλάγές στις σχέσεις των δύο οικογενειών, κυρίως μετά την επιστροφή του Τζέιμι ΜακΑλαν, μικρότερου αδερφού του Χένρι, και του πρωτότοκου γιου της οικογένειας Τζάκσον, Ρονσελ, οι οποίοι αναπτύσσουν μία δυνατή φιλία που προκαλεί την αδιάλλακτη τοπική κοινωνία.
Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο της Χίλαρι Τζόρνταν, η ταινία της Ρις δεν κρύβει ούτε στιγμή τις λογοτεχνικές καταβολές της, αντιθέτως τις μετατρέπει σε ένα από τα πιο δυνατά της πλεονεκτήματα, καθώς υιοθετεί την αφηγηματική σκοπιά όλων των βασικών χαρακτήρων κι εναλλάσσει διαρκώς οπτικές γωνίες και μονολόγους, συνθέτοντας ένα πολυφωνικό μωσαϊκό, που εντυπωσιάζει με την περίτεχνη δραματουργική του εξέλιξη. Από την αρχή της ταινίας, η οποία τοποθετεί τον θεατη in medias res στα τεκταινόμενα, η Ρις φιλοδοξεί και καταφέρνει να αποφύγει τον διδακτισμό και τη μανιχαϊστική προσέγγιση του ζητήματος του ρατσισμού και να αναδείξει την παθογένεια του φυλετικού μίσους στον αμερικανικό Νότο ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωης και της κοινωνικής οργάνωσης της εποχής. Εκεί που άλλες ταινίες θα είχαν παραδοθεί άνευ όρων στο μελόδραμα, το Mudbound χτίζει αργά και υποδόρια την τραγωδία, με την ίδια σκληρότητα και νομοτέλεια του άγριου κι αδαμαστου φυσικού τοπίου του Μισισιπή. Αυτό το τελευταίο αποτυπωνεται μοναδικά στα κάδρα της διευθύντριας φωτογραφίας Ρέιτσελ Μόρισον και αναδεικνύεται σε πραγματικό πρωταγωνιστή της ταινίας, δικαιολογώντας απόλυτα γιατί η Μόρισον έγινε η πρώτη γυναίκα υποψήφια στη συγκεκριμένη κατηγορία στα Όσκαρ.
To «Mudbound» θα μπορούσε να είναι η μεταφορά ενός μυθιστορηματος του Φόκνερ από τον Τερενς Μάλικ, επικό και λυρικό ταυτόχρονα, υπερβατικό και συνάμα επώδυνα γήινο, κι αν κάπου χωλαίνει είναι στην προσπάθεια να χωρέσει σε μια διάρκεια 134 λεπτών τις ιστορίες τόσων πολλών χαρακτήρων, που κάνουν την αφήγηση σε μερικά σημεία να μπουκώνει, ενώ αφήνει μετέωρες κάποιες υποπλοκές που θυσιάζονται στην αποσπασματικότητα της καλειδοσκοπικής και πανοραμικής αφήγησης. Η κορύφωση της τελικής πράξης του δράματος, όσο κι αν μοιάζει νομοτελειακά αναπόδραστη, αφήνει μια αίσθηση παράταιρης υπερβολής σε όσα η ταινία τόσο μεθοδικά και διακριτικά έχτιζε μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν παύει ωστόσο να σοκάρει και να μένει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη του θεατή.
Εκτός όμως από την πρωτότυπη κι ανανεωτική σκηνοθετική και σεναριακή προέγγιση της Ρις, που πετυχαίνει να συνδυάσει το bigger than life κλασικό Χόλιγουντ με μια πιο μοντέρνα αίσθηση εσωτερικότητας κι ενδοσκόπησης, το «Mudbound» οφείλει μεγάλο μέρος της επιτυχίας του στο εξαιρετικό καστ, το οποίο πλάθει στο σύνολό του ολοκληρωμένους και πολυδιάστατους χαρακτήρες, με κορυφαία την κυριολεκτικά αγνώριστη πάλαι ποτέ ντίβα της soul και υποψήφια για Όσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου (η δεύτερη από τις τέσσερις συνολικά υποψηφιότητες της ταινίας) Μέρι Τζ. Μπλάιτζ, η οποία στο ρόλο της Φλόρενς Τζάκσον μοιάζει να ενσωματώνει με κάθε λέξη και κυρίως με κάθε σιωπή τη στωικότητα και την απελπισία μιας παγιωμένης κοινωνικής αδικίας αιώνων.
Σε μια εποχή που η θρησκοληψία και η μισαλλοδοξία αναβιώνουν επικίνδυνα, όχι μόνο στην Αμερική, αλλά και παγκοσμίως, το Mudbound ξεφεύγει από τα στενά όρια και την ασφαλή απόσταση μιας ταινίας εποχής και θίγει ζητήματα διαχρονικά επίκαιρα κι επιτακτικά. Κι αν ο βούρκος της οπισθοδρόμησης απειλεί και πάλι να πνίξει κάθε έννοια προόδου, η Ντι Ρις με ευαισθησία και δυναμισμό τολμά να επιμείνει στην αγάπη που καταφέρνει να επιβιώσει και να ανθίσει ακόμα και κάτω από τις πλέον αντίξοες συνθήκες. Σαν ένα λουλούδι μέσα στη λάσπη.