Στην «Γειτόνισσα», η Ελέν της Σοφό Μαρσό προσπαθεί να διοικήσει τον εκδοτικό οίκο που κληρονόμησε από την γιαγιά της σε έναν νέον κόσμο που μοιάζει να μην ενδιαφέρεται πια για την παλιομοδίτικη ρομαντική λογοτεχνία. Οι οικονομικές δυσκολίες πολλές, όπως και οι σκοτεινές ιδέες του Καναδού συνεταίρου της, ο οποίος δείχνει να προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την κατάσταση προς δικό του (οικονομικό προφανώς) όφελος χωρίς να ενδιαφέρεται για την τελική επιβίωση της επιχείρησης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, στο διπλανό διαμέρισμα μετακομίζει ένας πονηρός μικροαπατεώνας, ο οποίος υποδυόμενος την κοινωνική και ανοιχτή «Κυρία Μιλς» προσπαθεί να πλησιάσει για αδιευκρίνιστο αρχικά λόγο την Ελέν. Τα μυστικά, οι αντιθέσεις των χαρακτήρων αλλά και οι αλήθειες πίσω από το ψέμα, πρόκειται να προκαλέσουν τόσο το δάκρυ και το γέλιο αλλά και να αλλάξουν για πάντα τους δύο ανθρώπους, αρκεί βέβαια πρώτα να αποφασίσουν και οι δύο τι είναι αυτό που αποζητούν πια στη ζωή τους.
Η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα της Σοφί Μαρσό μοιάζει να χτίζει έναν μελαγχολικό κόσμο πίσω από την επιφάνεια της κωμωδίας της, παρουσιάζοντας έναν μοντέρνο κόσμο μοναχικό, χωρίς ρομαντισμό και χωρίς πατήματα στο παρελθόν. Η «Γειτόνισσα» είναι μια ταινία που γνέφει σε μια παλιομοδίτικη αισθητική, όχι μακριά από την ελαφρά λογοτεχνία που δείχνει να αποθεώνει η Ελέν, αλλά και ένα φιλμ που αποδέχεται τα ελαττώματα των πρωταγωνιστών της, προσπαθώντας να σταθεί πλάι τους στον δρόμο προς την εσωτερική τους ολοκλήρωση.
Μόνο που ατυχώς, πέρα από τις καλές προθέσεις, τίποτα δεν μοιάζει να λειτουργεί ή έστω να ρέει οργανικά από την αρχή ως το τέλος. Από την εισαγωγή των χαρακτήρων στην αφήγηση και την άτσαλη παρουσίαση της προϊστορίας τους μέχρι την εξέλιξη της μεταξύ τους σχέσης και την αναπόφευκτη σύγκρουσή τους, τα πάντα μοιάζουν αποσπασματικά και μηχανικά, χωρίς ρυθμό, χωρίς σταθερό τέμπο, χωρίς έστω μα σαφή νοηματική πυξίδα.
Ούτε καν η αβανταδόρικη ερμηνεία του Πιερ Ρισάρ δεν μπορεί να δώσει αιχμή στην υποτονική και γενικόλογη αφήγηση της ταινίας. Η «Κυρία Μιλς» του είναι απλά ένα τέχνασμα που η Μαρσό δεν μπορεί να απογειώσει και μια φιγούρα που πέρα από κλισέ, καταλήγει και ενοχλητική, κάτι που δύσκολα μπορεί να ανατραπεί από οποιεσδήποτε στροφές πορείας μπορεί να επιφυλάσσει το σενάριο.
Γιατί η αξία του παρελθόντος, η σύγχρονη ψυχρή κοινωνία, το κυνήγι του χρήματος , ο θάνατος του ρομαντισμού είναι όλα ιδέες που αγγίζει η Μαρσό στην αφήγησή της, μόνο που εξαφανίζονται πίσω από τις χοντράδες της αποτύπωσης της «Κυρίας Μιλς» και μιας παλιακής αίσθησης του χιούμορ που βασίζεται στην σωματική (χοντροκομμένη) κωμωδία για να κρύψει την ανασφάλειά του.
Ακόμα χειρότερα, η Μαρσό δεν μπορεί καν να κατασταλάξει στο τι ακριβώς είναι η ταινία της. Είναι μια κωμωδία παρεξηγήσεων που αποζητά το εύκολο γέλιο του θεατή; Είναι μια συγκινητική δραμεντί που πιστεύει στην εξιλέωση και τις δεύτερες ευκαιρίες; Είναι μια παρωδία των ταινιών με μαφιόζους; Ή είναι απλά ένα κακέκτυπο του «Mrs. Doubtfire» που απλά εγκαταλείπει το «εύρημά» της μεταμφίεσης, όταν χτυπάει σε αφηγηματικό αδιέξοδο;
Για αυτό και το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει τόσο άνευρο, ανάλατο και στάσιμο, παρά την σύντομη θεωρητικά διάρκεια του φιλμ. Η «Γειτόνισσα» φαντάζει σαν ένα κολάζ των ταινιών που ίσως ήθελε να σκηνοθετήσει η Μαρσό, αλλά δεν είχε την υπομονή να ασχοληθεί ξεχωριστά με την κάθε μία από αυτές.
Ισως το φιλμ να ήταν διαφορετικό αν ήταν εμφανής η πειθαρχία και η σκηνοθετική σαφήνεια. Όμως στην παρούσα μορφή, η «Γειτόνισσα» παραμένει μια χαμένη ευκαιρία και ένα ανολοκλήρωτο ουσιαστικά εγχείρημα, που απλά αποκαλύπτει τις σκηνοθετικές βλέψεις της Σοφί Μαρσό αλλά όχι και τις αντίστοιχες ικανότητές της.