Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Γουίλιαμ Τέρνερ είναι ο ένας από τους πιο αναγνωρισμένους κι επιτυχημένους ζωγράφους στη Μεγάλη Βρετανία, διάσημος κυρίως για τις θαλασσογραφίες του και το νεωτεριστικό τρόπο ν’ απεικονίζει τα θέματά του όχι ρεαλιστικά, αλλά αισθαντικά, με κεντρικό γνώμωνα το φως, ως πρόδρομος των ιμπρεσιονιστών. Οσο αναγνωρισμένος είναι ως καλλιτέχνης, τόσο εκκεντρικός είναι στην προσωπική του ζωή, απωθητικός, οριακά χυδαίος, με εμμονική αγάπη για τον πατέρα του και μια ζωώδη ανταπόκριση στις κοινωνικές επιταγές...
Οπως και στο «Topsy Turvy» έτσι και σε αυτή εδώ την ταινία, ο Μάικ Λι ξέρει όπως και οι περισσότεροι από τους θεατές του, πως η επιφανειακή αφήγηση της ζωής ενός ανθρώπου ακόμη κι αν πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του αιώνα μας, δεν είναι αρκετή για να δώσει μια σπουδαία ταινία. Ετσι στον «Κο Τέρνερ» προσπαθεί να κοιτάξει πίσω από τα γνωστά γεγονότα της ζωής του ζωγράφου που άφησε το στίγμα του στην ιστορία της ζωγραφικής θέλοντας να μιλήσει για την εποχή του για την δημιουργία, για το περιβάλλον της τέχνης, για τις ανακολουθίες που μπορεί κανείς να βρει ανάμεσα στον καμβά και στην ζωή ακόμη και του μεγαλύτερου καλλιτέχνη.
Ο δικός του καμβάς, αυτός της ταινίας δεν είναι τίποτα λιγότερο από φιλόδοξος. Μια εντυπωσιακή αναπαράσταση της εποχής, προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια, πλάνα που φιλοδοξούν να συναγωνιστούν σε ποιότητα και πλούτο τους πίνακες του ήρωα.
Και στο κέντρο του φυσικά, ένας ηθοποιός που συχνά έχει υπάρξει το «πινέλο» του Λι, ο Τίμοθι Σπολ σε μια ερμηνεία που δίχως αυτή η ταινία θα έμοιαζε δύσκολο να υπάρξει. Σε πλήρη αντίστιξη με την λεπτότητα και την ομορφιά των εικόνων που ζωγραφίζει, ο Τέρνερ που χτίζει ο Σπολ μοιάζει με ένα μετά βίας εξημερωμένο ζώο που γρυλίζει και παραπατά ανάμεσα στις κοινωνικέ συμβάσεις και στην τυπική φιγούρα ενός καλλιτέχνη.
Με μια υπερβολική αγάπη για τον πατέρα του, με μια προβληματική σχέση με τις γυναίκες και τον κόσμο, ο Τέρνερ μοιάζει να βρίσκει το νόημα του μόνο όταν κρατά το πινέλο κι απλώνει τα χρώματά του. Μαζί του και η ίδια η ταινία που είναι πιο διαπεραστική όταν χαλαρώνει και παίρνει ανάσες χαμηλώνοντας τους τόνους που συχνά μοιάζουν περισσότερο ηχηροί απ ότι θα ήθελες.
Το φιλμ παρά την μεγάλη του διάρκεια (θα μπορούσε κανείς να πει την υπερβολικά μεγάλη του διάρκεια) προσπαθεί να κρατήσει μια ένταση και την αίσθηση του επείγοντος σταθερά παρούσα και με μια ερμηνεία τόσο έντονη όσο του Σπολ δεν είναι δύσκολο να το καταφέρει.
Ομως αυτή του η προσπάθεια καταλήγει να αφαιρεί αντί να προσθέτει στον αντίκτυπό του καθώς οι στιγμές που βρίσκει την μεγαλύτερη δύναμή του είναι εκείνες όπου η διαδικασία της δημιουργίας, η υπαρξιακή υφή της ιστορίας του και η προσωπικότητα του ήρωά του δεν επιδεικνύονται ξεκάθαρα στην οθόνη, στις στιγμές εκείνες όπως τα χρώματα μπαίνουν στο πανί στα αρχικά στάδια ενός πίνακα.
Και όπως και σε ένα έργο τέχνης κρεμασμένο στον πίνακα ενός μουσείου έτσι και η ταινία του Λι απαιτεί ένα βήμα πίσω για να την απολαύσεις αληθινά, αφού από κοντά οι λεπτομέρειές της είναι ίσως μια ιδέα περισσότερο απ ότι θα χρειαζόταν αποφασισμένες να σε εντυπωσιάσουν, εις βάρος της μεγαλύτερης, ουσιαστικής εικόνας...