Το «Motherland» δεν έχει υπόθεση. Από τη φύση του, αφού τόσο ως φιλοσοφία, όσο και ως τεχνοτροπία - κυρίως λόγω της αποσπασματικότητας των σκηνών του και των διαφορετικών υφών της (μη) αφήγησής του - μοιάζει να εκτυλίσσεται μάλλον μέσα στο μυαλό κάποιου και όχι σε μια απτή πραγματικότητα που αναγνωρίζεις ή που υπάρχει και σε προσκαλεί να την ανακαλύψεις.

Αλλωστε ο πρωταγωνιστής της είναι ένας ράπερ (ο Γιάννης Ευθυμίου, αδερφός του σκηνοθέτη, ο ράπερ Mc Iguana στην πραγματικότητα), ο οποίος εκ των πραγμάτων κάνει ρίμες προσπαθώντας να κατανοήσει τον κόσμο γύρω του, τον κόσμο μέσα του και σε μια αδιόρατη δραματουργική ευθεία να επικοινωνήσει και με τη νεκρή μητέρα του ή και με την όποια έννοια της μητέρας γενικότερα.

Από κει και πέρα, τίποτα απ' ό,τι βλέπεις στο «Motherland» δεν έχει φυσική συνέχεια με κάτι που καταλαβαίνεις, εκτός από ασύνδετες μεταξύ τους σκηνές ενός κόσμου που αποτελείται από ανθρώπους που έχουν για κατοικίδια κότες, αγόρια που ζουν σε ένα αστρικό κινηματογραφικό σύμπαν, κορίτσια που κάνουν περφόρμανς και γενικά μια παρέα από αυτοσχέδιους καλλιτέχνες ή και μη, που κινηματογραφούν ο ένας τον άλλον σε στιγμές που πραγματικά δεν θα σε ενδιέφερε ποτέ να δεις - και δεν εννοεί κανείς μόνο μια σκηνή αυνανισμού με «καφέ» μπογιά και το αντίστοιχο υβρεολόγιο που κάνει... «καταραμένο», «βέβηλο» και «αναρχικό».

Το ότι κάθε έννοια ή λέξη ή περιγραφή ή τελικά (σινεφιλική ή μη) εικόνα του «Motherland» μπαίνει αναπόφευκτα μέσα σε εισαγωγικά είναι γιατί οτιδήποτε θα μπορούσε να βρει χώρο σε έναν ευρύ ορισμό του underground σινεμά θυμίζει ταυτόχρονα και απλά το home movie μιας ομάδας που διακρίνεις ότι διαθέτει ιδέες, τον απαραίτητο ρομαντισμό αλλά και την τρέλα για να προκαλέσει και να κινηθεί στις παρυφές ενός σινεμά που θα φώτιζε τις αφανείς πλευρές της κουλτούρας αυτής της πόλης.

Δεν το κάνει, όσο κι αν φωνάζει, προσπαθεί να ενοχλήσει, τραβά στα άκρα τα όρια μιας οποιασδήποτε δραματουργίας.

Μπορεί η μάλλον πολυμορφική περσόνα του Γιάννη Ευθυμίου να σε προκαλεί να τον ακολουθήσεις (έστω και μόνο για την εικόνα με τις κότες μέσα στο δίχτυ στο κέντρο της Αθήνας), μπορεί η εικόνα της τραγικής Μαίρης Τσώνη να σκορπά ολόκληρα κομμάτια μελαγχολίας προς τον θεατή που τη γνώριζε, μπορεί και να αναγνωρίζεις στον Γιώργο Ευθυμίου μια ιδιαίτερη φωνή που κάτι προσπαθεί να πει, αλλά ξεχειλίζοντας την ίδια στιγμή από επιτήδευση και ερασιτεχνισμό, πρόκληση για την πρόκληση και ασχήμια για την ασχήμια, αλλά το «Motherland» μιλάει πολύ χωρίς να πει πολλά, μένοντας μετέωρο ανάμεσα στο underground σινεμά που δεν είναι και σε αυτό που νομίζει ο δημιουργός του ότι είναι.



Σημείωμα του Γιώργου Ευθυμίου για το «Motherland»

Για το είδος κινηματογράφου που μ’ ενδιαφέρει, το να κάνεις μια ταινία μοιάζει λίγο πολύ με τη σύσταση μιας συμμορίας. Όταν ξεκινάμε και πάμε να κάνουμε μια ταινία, αισθάνομαι πάντα ότι αυτή η ταινία έχει αρχίσει προ πολλού κι ότι δεν μπορώ να προβλέψω το τέλος της ή ακόμα το γεγονός αν έχει τέλος. Γιατί εκτός από μια ομάδα εργασίας, μεταξύ μας προϋπάρχουν ισχυροί δεσμοί που με κάποιο τρόπο –ακόμα κι εν αγνοία μας- έχουν ήδη εγγραφεί στο σώμα της ταινίας.

Στο «Motherland», βρήκα ενδιαφέρον να τοποθετήσω τον αδερφό μου, έναν ράπερ, στο ρόλο της αναζήτησης επικοινωνίας με τη νεκρή του μητέρα. Σ’ αυτή την παράλογη μάλλον απαίτηση συναντά ανθρώπους και πράγματα και ήρωες από άλλους φανταστικούς κόσμους που είναι αθάνατοι. Ήρωες από ταινίες, ήρωες από μουσικές μπάντες, ήρωες απ’ το υποσυνείδητό του κ.ο.κ. Παρόμοια και η ίδια η ταινία αναζητά απροκάλυπτα σ’ άλλες ταινίες και καταστάσεις τη δική της προέλευση/μητέρα. Έτσι το σώμα της «Motherland» πολύ σύντομα και χωρίς να το καταλάβω γέμισε με ποικιλότροπες αναφορές σ’ αγαπημένες μου ταινίες, αγαπημένες μου μουσικές και αγαπημένους μου ήρωες. Περιστατικά, δηλαδή, που άπαξ κι αφομοιωθούν από κάποιον, ο μετ’ έπειτα ξεριζωμός είναι απίθανος.

Σ’ όλη την ταινία κινηθήκαμε κοντά στην έννοια της μητέρας, της βιολογικής αλλά και της μητέρας ως τροφό, εννοώντας εκείνα που μας τρέφουν σαν πλάσματα. Εξίσου σημαντικό ρόλο στη «Motherland» έχει ο θάνατος της μητέρας και ο θάνατος της μητρότητας, αλλά κι αυτό που απομένει, εκείνο δηλαδή που περισώζεται απ’ τον θάνατο. Στη διάθεση να προσεγγίσουμε αυτό το «ζωντανό νεκρό» αισθάνθηκα πώς θα έπρεπε να καταφύγουμε σε πράγματα που είναι αθάνατα.

Οι επιλογές μας σ’ όλη τη διάρκεια του γυρίσματος παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό διαισθητικές. Θα έλεγα πως η συγκίνηση επαναλαμβάνει αυτό που θα συμβεί και θα συμβεί και θα ξανασυμβεί. Ενώ η ιστορία επαναλαμβάνει μονάχα εκείνο που έχει ήδη συμβεί. Θα έλεγα πως από αυτήν την άποψη η ιστορία επιβάλλει τον θάνατο, ενώ η συγκίνηση δημιουργεί αυτή την ευνοϊκή περιοχή όπου τίποτα δεν προηγείται. Σαν κινηματογραφιστής, αναζήτησα τη συγκίνηση αυτή τόσο για μένα όσο και για τον θεατή της ταινίας, μέσα από πράγματα που επηρεάζουν παρόμοια τη μνήμη και τη λήθη.

Η μητρότητα, η ζωή, ο θάνατος ήταν τα κύρια ζητήματα που μ’ απασχόλησαν, όπως και η αναζήτηση μιας περιοχής όπου τα σύνορα μεταξύ αυτών καταργούνται. Μια ταινία για εκείνο που δίνει κι εκείνο που παίρνει ζωή, και κυρίως μια ταινία για εκείνα χάρις τα οποία δεχόμαστε πρόθυμα να υποφέρουμε.

MOtherland 424