Στην τέταρτη συνεργασία τους μετά τα «Ο Τελευταίος Επιζών», «Deepwater Horizon» και «Η Μέρα των Ηρώων», ο σκηνοθέτης Πίτερ Μπεργκ και ο αγαπημένος του πρωταγωνιστής, Μαρκ Γουόλμπεργκ, μπαίνουν με φόρα και άγριες διαθέσεις στα λημέρια των «Επικίνδυνων Αποστολών», του «Bourne Identity» και των επιγόνων τους, εξαπολύοντας μια υπερκινητική περιπέτεια διεθνών συνομωσιών και εκκωφαντικής δράσης.
Σε μια αγνώστων λοιπών στοιχείων (βασικά, φανταστικής έμπνευσης) πόλη της Απω Ανατολής, μια επίλεκτη, απόρρητη ομάδα της CIA (κάτι σαν μυστική υπηρεσία μέσα στη μυστική υπηρεσία), της οποίας ηγείται ο χαρισματικός αλλά οξύθυμος Τζέιμς Σίλβα του Γουόλμπεργκ, αναλαμβάνει να οδηγήσει έξω από τη χώρα και στην ασφάλεια έναν ντόπιο αστυνομικό ο οποίος υπόσχεται σε αντάλλαγμα να τους αποκαλύψει την κρυψώνα του επικίνδυνου ραδιενεργού υλικού το οποίο αναζητούν απεγνωσμένα.
Το τι ακριβώς κάνουν οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες σε αυτήν την ξένη (έστω και ανύπαρκτη) χώρα είναι κάτι που, προς τιμήν τους, ο Μπεργκ και οι σεναριογράφοι του αντιμετωπίζουν με ελαφρώς λιγότερο στομφώδη πατριωτικό τρόπο απ’ ότι συνήθως – για να μην πούμε και με ελαφρώς κριτική διάθεση, όσον αφορά το ρόλο της διπλωματίας και της επεμβατικής πολιτικής– έστω κι αν αυτή τους η απόφαση αντισταθμίζεται από τη στερεοτυπική απεικόνιση των τοπικών αρχών ως ακόμα μια «κλασική» περίπτωση διεφθαρμένης τριτοκοσμικής κυβέρνησης. Φυσικά, η εν λόγω κυβέρνηση δεν έχει σκοπό να τους αφήσει να ξεφύγουν τόσο εύκολα με τον πολύτιμο φυγά που για άγνωστους λόγους αποτελεί απειλή γι’ αυτούς, και εξαπολύει ένα αδίστακτο ανθρωποκυνηγητό που θέτει σε θανάσιμο κίνδυνο τα μέλη της ομάδας – αλλά και κάθε άτυχο περαστικό που θα βρεθεί στο δρόμο τους.
Παρά την έμφαση που ο Μπεργκ και οι σεναριογράφοι του δίνουν στην προετοιμασία της αποστολής και στις αμφιλεγόμενες διαδικασίες που κινούν τα νήματα, όλα αυτά αποκτούν ολοένα και λιγότερη σημασία όταν η πραγματική δράση παίρνει το πάνω χέρι. Ο Μπεργκ αποδεικνύεται ικανότατος για να δώσει την απαραίτητη ένεση αδρεναλίνης μέσα από τις αγωνιώδεις σκηνές καταδιώξης στις οποίες έχει πια ειδικευτεί (στην πραγματικότητα, το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας μοιάζει με μια εκτεταμένη σκηνή καταδίωξης), όμως ο αληθινός σταρ των σκηνών δράσης δεν είναι άλλος από τον Ινδονήσιο μετρ των πολεμικών τεχνών Ικο Ουγουάις (όσοι έχουν δει το «The Raid» και τη συνέχειά του ξέρουν πολύ καλά τι εννοούμε), ο οποίος δίνει ρέστα σε μια σειρά από μάχες σώμα με σώμα.
Αν και συνεπής στις προθέσεις της, η ταινία δεν διαθέτει ωστόσο αρκετή προσωπικότητα για να φτάσει τα επίπεδα των προτύπων του Μπεργκ, των οποίων καταλήγει φτωχός συγγενής, με αποκορύφωμα την εξωφρενική –κι ελάχιστα κερδισμένη– ανατροπή του τέλους. Οι, έστω και φιλόδοξες, σκόρπιες αναφορές για τους σύγχρονους πολέμους, αλλά και το ξεδιάντροπα ανοιχτό φινάλε, δεν μοιάζουν αρκετά για να δικαιολογήσουν την υπόσχεση (ή μήπως απειλή;) του Μπεργκ για μια τριλογία της οποία το «Mile 22» αποτελεί το υποτιθέμενο πρώτο μέρος.