Στον απόηχο μιας ανείπωτης πράξης τρομοκρατίας, ο αρχιφύλακας Τόμι Σάουντερς ενώνει τις δυνάμεις του με τους θαρραλέους διασωθέντες, τα μέλη ομάδων άμεσης επέμβασης και τους ανακριτές σε έναν αγώνα δρόμου με αντίπαλο τον χρόνο ώστε να εντοπιστούν οι βομβιστές του Μαραθωνίου της Βοστώνης, πριν επιτεθούν ξανά.Ταυτόχρονα στην υπόθεση εμπλέκονται οι ιστορίες του ειδικού πράκτορα Ρίτσαρντ Ντελαουριέρ,του αστυνομικού διοικητή Εντ Ντέιβις, του αρχιφύλακα Τζέφρι Πουλιέσε και της νοσοκόμας Κάρολ Σάουντερς, υφαίνοντας ένα ανατριχιαστικό, αγωνιώδες και τολμηρό χρονικό του πιο προηγμένου ανθρωποκυνηγητού στην ιστορία των Αμερικανικών αστυνομικών δυνάμεων.
Ο Πίτερ Μπεργκ φαίνεται πως με τις τελευταίες του ταινίες έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου την ευθύνη να εμψυχώσει τους Αμερικανούς, ολοκληρώνοντας μια ανεπίσημη τριλογία ηρωικών ταινιών καταστροφής που ξεχειλίζουν από πατριωτισμό αλλά και ανελέητα ηθικά διδάγματα.
Ετσι, μετά το μακελειό των Αμερικανών πεζοναυτών στο Αφγανιστάν στο «Lone Survivor» αλλά και με την καταστροφή μιας πλατφόρμας πετρελαίου στο «Deepwater Horizon», ο Μπεργκ δεν χρειάστηκε να ψάξει αρκετά για να βρει το θέμα της επόμενής του ταινίας. Η τρομοκρατική επίθεση στον Μαραθώνιο της Βοστώνης το 2013, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραγικό θάνατο 6 ανθρώπων και τον τραυματισμό εκατοντάδων, κάνοντάς την μια από τις χειρότερες επιθέσεις στην Αμερική μετά την 11η Σεπτεμβρίου, φώναζε από μίλια μακριά πως ήθελε να γίνει μια περιπέτεια με δράση και τον αμερικάνικο πατριωτισμό να έχει πάρει στεροειδή. O,τι πρέπει για μαζική κατανάλωση δηλαδή.
Ο Μπεργκ, για άλλη μια φορά, φτάνει στα όρια της πλήρους εκμετάλλευσης των τραγικών εκείνων γεγονότων, ακολουθώντας ένα αρκετά συγκριμένο μοτίβο, όπως και στις προηγούμενές του ταινίες, όχι μόνο στην εξιστόρησή τους αλλά και στην σκιαγράφηση των χαρακτήρων. Από τους ήρωες Αμερικάνους με τις υπέροχες οικογένειές τους και την φιλήσυχη καθημερινότητά τους, μέχρι και τους άλλους, εκείνους τους «motherfuckers» τρομοκράτες, η ταινία μοιάζει να μην σταματά να πετά σε κάθε της σκηνή ένα είδος πατριωτικού συνθήματος, όπως «αυτή η πόλη είναι δική μας» ή «θα πάρουμε πίσω την πόλη μας», ατάκες που φαίνονται σαν να τις έχει «κλέψει» από γκράφιτι τοίχων.
Ισως όλα αυτά να είχαν ένα μεγαλύτερο νόημα αν πίσω τους υπήρχαν καλογραμμένοι χαρακτήρες τους οποίους συνόδευε κι ένα ανόθευτο ανθρώπινο δράμα που θα σε έκανε να ενδιαφερθείς περισσότερο για το όσα συνέβησαν σε αυτούς αλλά και στην πόλη τους. Ομως ο Μπεργκ αδυνατεί να δώσει στους αρκετούς από τους, πολυάριθμούς, χαρακτήρες του σάρκα και οστά, παρουσιάζοντας αρκετούς από αυτούς μόνο στην αρχή και στο τέλος και επικεντρώνεται μόνο σε ελάχιστους από αυτούς οι οποίοι, μέχρι το τέλος, νιώθεις πως ξεθωριάζουν για χάρη της ιστορίας.
Οπως και στις υπόλοιπες ταινίες του Μπεργκ έτσι και σε αυτή, η δράση καταφέρνει να κλέψει κι αυτή με τη σειρά της κάποιο από το ενδιαφέρον. Ναι έχει κάποιες καλογυρισμένες σκηνές δράσης, με την αμερικανιά να χτυπάει κόκκινο θυμίζοντας αρκετές φορές κάτι από την τηλεοπτική σειρά «24». Κάπως έτσι θα ήταν μια ολόκληρη σεζόν της σειράς συμπυκνωμένη σε μια 2ώρη ταινία, με τον Μαρκ Γουόλμπεργκ στον ρόλο ενός πιο ήπιου στην ουσία Τζακ Μπάουερ, ο οποίος δεν θα σταματήσει μέχρι να πιάσει τους τρομοκράτες, αλλά χωρίς όμως το ανάλογο σασπένς και την απαραίτητη αίσθηση κινδύνου και έντασης, εκτός από την σκηνή με τον Κινέζο όμηρο.
Καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους και ο Μπεργκ εξαντλεί κάθε προσπάθεια του για ένα τελευταίο δάκρυ, δείχνοντας τους επιζώντες να μιλάνε για την εμπειρία τους αλλά και την λίστα με τους νεκρούς να παρελαύνει με φωτογραφίες και με την ανάλογη συναισθηματική μουσική υπόκρουση, το μόνο που καταφέρνει (ξανά) είναι να σε κάνει να νιώσεις ένα είδος ανακούφισης, όχι γιατί (spoilers alert) οι καλοί πιάνουν τους κακούς, αλλά γιατί επιτέλους τελείωσε μια άλλη βαρετή ταινία καταστροφής. Το ακριβώς αντίθετο από ότι ήθελε να πετύχει δηλαδή.