Τρία χρόνια χρειάστηκαν για να γυριστεί «Το Κορίτσι και το Λιοντάρι», προκειμένου οι δύο πρωταγωνιστές του τίτλου να αναπτύξουν τον απαραίτητο δεσμό μεταξύ τους που θα εγγυόταν την ασφάλεια στα γυρίσματα και την αποτροπή ενός επεισοδίου που θα απέβαινε μοιραίο (κι ενδεχομένως θανατηφόρο) κι αυτή η απίστευτη οικειότητα είναι το πρώτο (και το μάλλον το μοναδικό) πράγμα που εντυπωσιάζει στην ταινία του μέχρι πρότινος έμπειρου τηλεοπτικού ντοκιμαντερίστα Ζιλ ντε Μεστρ, αφού, χωρίς CGI ή άλλα ειδικά εφέ, το τελικό αποτέλεσμα έχει εκείνη την απαραίτητη αληθοφάνεια που κάνει την ιστορία αυτής της φιλίας ενάντια στους νόμους της φύσης πειστική, έστω κι αν για τις ανάγκες της μυθοπλασίας η ιστορία καταφεύγει σε αμφίβολης λειτουργικότητας σεναριακές και σκηνοθετικές επιλογές.
Η Μία του πρωτότυπου τίτλου είναι ένα δεκάχρονο κορίτσι που προσπαθεί να εγκλιματιστεί στο περιβάλλον της Νότιας Αφρικής, όπου μετακόμισε από το Λονδίνο μαζί με την οικογένεια της, προκειμένου ο πατέρας της να διαχειριστεί και να εκμεταλλευτεί τη φάρμα με τα λιοντάρια που κληρονόμησε. Οι μέρες περνούν αργά και βαρύθυμα για το κορίτσι, που δεν μπορεί να κάνει κανένα καινούργιο φίλο στο σχολείο και ξεσπά στην οικογένειά της, κυρίως στον αδερφό της, ένα ήσυχο κι εσωστρεφές αγόρι που παθαίνει κρίσεις πανικού.
Επηρεασμένοι από έναν τοπικό μύθο μιας φυλής ιθαγενών, οι γονείς θα χαρίσουν ως δώρο Χριστουγέννων στα δύο παιδιά ένα μικρό λευκό λιοντάρι, τον Τσάρλι, σπάνιο λόγω του χρώματος στο τρίχωμά του, προκειμένου να το μεγαλώσουν μέχρι την ηλικία που αυτό θα είναι ακίνδυνο για τη σωματική τους ακεραιότητα. Η Μία θα αντιμετωπίσει το πρωτότυπο κατοικίδιο αρχικά με αδιαφορία και εχθρότητα και μετά με περιέργεια, μέχρι να το αγαπήσει και να αναπτύξει μαζί του έναν ιδιαίτερα δυνατό δεσμό. Κορίτσι και λιοντάρι θα γίνουν αχώριστα και θα μεγαλώσουν μαζί, όσο όμως ο Τσάρλι αρχίζει να αυξάνει σε μέγεθος και τα ένστικτά του κάνουν πιο έντονα την εμφάνιση τους απειλώντας τη ζωή και την περιουσία των υπόλοιπων μελών της οικογένειας και των εργαζομένων στη φάρμα, η προοπτική του αποχωρισμού και η αποκάλυψη ενός σκοτεινού μυστικού ως προς την πραγματική λειτουργία της οικογενειακής επιχείρισης θα οδηγήσουν τη Μία στην παράτολμη απόφαση να δραπετεύσει μαζί με το λιοντάρι και να το οδηγήσει στην άγρια φύση και στην ελευθερία.
Η ταινία ξέρει σε ποιό ηλικιακό κοινό απευθύνεται και φροντίζει να συλλαβίσει τα οικολογικά της μηνύματα με ένα αναμενόμενο επιμύθιο στο τέλος για τον αποδεκατισμό των λιονταριών στην Αφρική και την ανάγκη στήριξης του ιδρύματος του Κέβιν Ρίτσαρντσον, γνωστού και ως «Γητευτή των Λιονταριών», ο οποίος πρόσφερε τις πολύτιμες γνώσεις του στα γυρίσματα προκειμένου να αποτραπούν οι δυσάρεστες συνέπειες από το συγχρωτισμό των ανθρώπων με τα αιλουροειδή. Αυτός ο διδακτισμός και ο ηθικός μανιχαϊσμός ανάμεσα στους καλούς και τους κακούς της ιστορίας στερεί το εγχείρημα από ορισμένες πολύ πιο ενδιαφέρουσες νύξεις για το ξύπνημα του ορμέμφυτου στην εφηβεία σε συνδυασμό με την προβληματική του κατά πόσο μπορούν να τιθασευτούν τελικά τα ένστικτα, ανθρώπινα και ζωώδη, ενώ η αποκάλυψη της πραγματικής λειτουργίας της φάρμας αποσταθεροποιεί δραματουργικά την ταινία από την καταγραφή μιας τρυφερής φιλίας σε κάτι πιο σκοτεινό για την αδίστακτη εκμετάλλευση της φύσης από τον άνθρωπο, που όμως ποτέ δεν αξιοποιείται σε κάτι περισσότερο από μια περιττή δόση ανερμάτιστου σασπένς.
Οπτικά, τουλάχιστον, η ταινία είναι χάρμα οφθαλμών, καθώς ο ντε Μεστρ εκμεταλλεύεται στο έπακρο τόσο την απεραντοσύνη και την υποβλητική ομορφιά της αφρικανικής σαβάνας, όσο και την πλούσια πανίδα της περιοχής, αν και τα πανοραμικά πλάνα του διευθυντή φωτογραφίας Μπρένταν Μπαρνς ενίοτε φλερτάρουν με μια καρτποσταλική και κάπως τουριστική ευκολία, που αδυνατεί να εντρυφήσει στην αγριότητα της ζωής της αφρικανικής ηπείρου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει μάλιστα η αντίστιξη στις αποχρώσεις του κίτρινου και του γαλάζιου, όχι μόνο ανάμεσα στον ουρανό και στη γη, αλλά και στα γαλάζια μάτια και στα ξανθά μαλλιά της πρωταγωνίστριας Ντανιά Ντε Βιγιέ σε συνδυασμό με το βλέμμα και το τρίχωμα του λιονταριού, ειδικά όσο η κόμμωση της Μία σταδιακά μετατρέπεται σε μια οιονεί λεοντίσια χαίτη.
Τα πάντα, όμως, χάνονται τελικά μέσα στη σκηνοθετική ατολμία και στη σεναριακή αμηχανία μιας ιστορίας που δεν ξέρει πώς να αξιοποιήσει δραματουργικά το βασικό της εύρημα, αλλά αναλώνεται σε αφελή διδάγματα και διεκπεραιωτικές ερμηνείες, με αποκορύφωμα την Μελανί Λοράν που δε θυμίζει σε τίποτα την πρωταγωνίστρια του «Άδωξοι Μπάσταρδη» και των «Πρωτάρηδων», παρά περιφέρεται άβουλη στο ρόλο της μητέρας με μια στερεοτυπικά κακή γαλλική προφορά στους αγγλικούς διαλόγους. Κι είναι κάπως ειρωνικό για μια ταινία που προσπαθεί να φωνάξει τόσο πολύ αυτό που θέλει να πει, ο τελικός της αντίκτυπος στη μνήμη μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους να μην είναι ένας βρυχηθμός, αλλά ένας ψίθυρος.