Ο Αλέξανδρος πεθαίνει. Και αυτή είναι η τελευταία του μέρα. Το ότι θα χωρέσει μέσα της μια αιωνιότητα είναι η κεντρική ιδέα μιας ταινίας που θα βρει τον Θόδωρο Αγγελόπουλο να συγκρούεται σχεδόν νομοτελειακά με ολόκληρο το σινεμά του, αυτό που έμοιαζε να ενώνει τα κομμάτια του με μια (κυριολεκτικά και μεταφορικά) κινηματογραφική ωριμότητα στο «Βλέμμα του Οδυσσέα» πριν τα σκορπίσει ξανά προς αδιευκρίνιστες κατευθύνσεις στην ταινία που θα του χάριζε το Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών.
Το ζητούμενο όμως δεν υπήρξε ποτέ για τον Αγγελόπουλο η αιωνιότητα ερήμην του τώρα. Γι’ αυτό και το «Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα» διαδραματίζεται σε περισσότερους χρόνους από τους προφανείς. Ξεκινάει από το παρόν για να ξεδιπλωθεί σε περισσότερα από δύο πριν και σχεδόν εκτείνεται μέχρι το μετά, με τον ακαθόριστο τρόπο που ταξιδεύει στο χρόνο, πριν από τον άνθρωπο, το ίδιο το ανθρώπινο μυαλό αναδιαρθρώνοντας την ιστορία (και με γιώτα μικρό και με γιώτα κεφαλαίο) κάθε φορά, σε κάθε του ταξίδι, με νέες βάσεις, άλλοτε διορθωτικές, άλλοτε πεισματικά ίδιες.
Ο Αλέξανδρος πεθαίνει. Και η τελευταία του μέρα είναι ταυτόχρονα πολλά πράγματα. Είναι η Αννα, η γυναίκα που αγάπησε και που θα αναζητά (τις περισσότερες φορές μάταια) παντού και για πάντα. Είναι το σπίτι δίπλα στη θάλασσα που για εκείνον κρύβει μέσα του τις ομορφότερες αναμνήσεις του, αλλά για την κόρη του δεν είναι παρά ακόμη ένα περιουσιακό στοιχείο για εκποίηση. Είναι η επιστροφή στη μελέτη του πάνω στο ημιτελές έργο του Διονυσίου Σολωμού. Είναι ο σκύλος του που πρέπει να μείνει με κάποιον τώρα που θα φύγει. Είναι η μητέρα του που την κατάλαβε ποτέ. Είναι εκείνος ο ανώνυμος γείτονας στο απέναντι σπίτι - «ίσως ένα κορίτσι που πριν φύγει για το σχολείο, παίζει με το άγνωστο» - που ακούει την ίδια μουσική με αυτόν. Είναι και εκείνο το παιδί στα φανάρια από την Αλβανία που φοβισμένο, κυνηγημένο, αλλά με τη σιγουριά ενός απρόσμενου ποιητή αναζητά μια πατρίδα.
Μια πατρίδα αναζητά και ο Αλέξανδρος καθώς περιηγείται ανάμεσα στις αναμνήσεις, τα όνειρα και τις συμπληγάδες μιας πομπής που δεν είναι απαραίτητα νεκρική, καθώς ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μετατρέπει αυτή την αντίστροφη μέτρηση του σε ένα παλίμψηστο με πολλαπλές στρώσεις από τις εμμονές του, τις θεματικές της φιλμογραφίας του, το τοπίο της Θεσσαλονίκης και μια έκδηλη πρόθεση τρυφερότητας που εκδηλώνεται στη σχέση του Αλέξανδρου με το μικρό αγόρι αλλά και τελικά στη σχέση της μνήμης με την ανάμνησή της. Σαν αυτό να είναι ο δικός του «Καθρέφτης», οι δικές του «Αγριες Φράουλες» και το δικό του «Ikiru», ο Αγγελόπουλος ως άλλος Ταρκόφσκι, Μπέργκμαν και Ακίρα Κουροσάουα ακολουθεί τον Αλέξανδρο ως κομμάτι της αυτο-φιλμο-βιογραφίας του, καθώς αυτή γράφεται και σβήνεται από σκηνή σε σκηνή.
Ολα βρίσκονται στη θέση τους στο «Μια Αιωνιότητα και Μια Μέρα». Μεγάλα σε διάρκεια και μέγεθος πλάνα, σιωπές, τελετές γαμήλιες και πένθιμες, κινηματογραφημένες στο ρυθμό της υπέροχης μουσικής της Ελένης Καραΐνδρου, η αριστερά σαν σφήνα και η παραλία της Θεσσαλονίκης, η Οδύσσεια και το μεταναστευτικό μαζί. Ολα όμως μοιάζουν ατάκτως ερριμένα, συντονισμένα θα έλεγε κανείς στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η ανθρώπινη μνήμη, αλλά κι όμως ακόμη κι έτσι σε χρήση καταχρηστική, αυτόματη, δυστυχώς αυτοματοποιημένη. Λέξεις, εικόνες, ιδέες και συναισθήματα παρελαύνουν από μπροστά σου, χωνεμένα από το δημιουργό τους, αλλά για - ίσως πρώτη φορά στο έργο του - τόσο επιφανειακά, ασύνδετα μεταξύ τους, σαν να πρέπει να υπάρχουν περισσότερο από το να «υπάρχουν».
Αν το παιχνίδι με τον χρόνο λειτουργεί, αν και με όχι την γοητεία και το επαναστατικό των παλαιότερων ταινιών του, το παιχνίδι με τον χώρο προδίδει ολοκληρωτικά εδώ τον Αγγελόπουλο - μέχρι και σκηνογραφικά, η διαρκής επανάληψη σκέψεων και μοτίβων παραπέμπει σε «σχολείο» με διδακτισμούς και στεγνές μεγαλοστομίες, το ντουμπλάζ δεν βοηθάει καθόλου τον Μπρούνο Γκανζ και σίγουρα όχι την Ιζαμπέλ Ρένο με την ζεστή αλλά φλύαρη απαγγελία της Πέμης Ζούνη. Οι λέξεις που τόσο πολύ υπογραμμίζει ο συγγραφέας Αλέξανδρος μοιάζουν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας του Θόδωρου Αγγελόπουλου με σχήματα, κενούς ήχους, εύκολα συνθήματα, «λέξεις πεταμένες εδώ κι εκεί». Οι ιδέες που εκφράζουν είναι σπουδαίες, οι ίδιες μοιάζουν όμως σχεδόν ανύπαρκτες. Και οι εικόνες που τροφοδοτούν τη μελλοντική μνήμη του ήρωα του μοιάζουν εδώ με σκηνοθετημένες βινιέτες που σαρώνουν το σκληρό δίσκο τη Ιστορίας για να βρουν αντιστοιχία σε κάτι που μοιάζει περισσότερο με σκέψη και όχι με την εφαρμογή της, με (σεναριακή) ιδέα και όχι με την κινηματογραφική πραγμάτωση της.
Η διάθεση του Αγγελόπουλου να χωρέσουν όλα σε ένα εν είδει ρέκβιεμ, ταυτόχρονα προσωπικό και εθνικό, ταυτόχρονα εθνικό και οικουμενικό προδίδεται περισσότερο από το ξεθυμασμένο ενδιαφέρον για ένα σινεμά που ο ίδιος καθιέρωσε και επανέλαβε πολλές φορές, καλύτερα, και σε κάθε περίπτωση με μεγαλύτερη πίστη στη διαδρομή και όχι στον προορισμό.
Το «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα» μπορεί για τον Αγγελόπουλο να είναι μια απάντηση στο «Πόσο διαρκεί το αύριο;», αλλά στην πραγματικότητα αυτό το ερώτημα μοιάζει ήδη από την διατύπωση του άκαιρο, εκβιαστικό, ναι αισιόδοξο, διάλειμμα σε μια μελαγχολική διαδρομή που στο φινάλε της λέει πολύ λιγότερα από όσα έχει «αγοράσει» ή «πουλήσει» σε λέξεις. Ο πραγματικός ποιητής Αγγελόπουλος βρίσκεται λιγότερο σε αυτόν τον Αλέξανδρο της φιλμογραφίας του, ακόμη λιγότερο σε αυτήν την μέρα, πανταχού παρών αλλά αδύναμος - αντίθετα με τον ηρωά του - σε αυτή την ισχνή ταινία. Απών από την αιωνιότητα που έτσι κι αλλιώς είχε κερδίσει πολύ πριν από αυτήν την ταινία...