Η υπόθεση της ταινίας δεν έχει πραγματικά μεγάλη σημασία, οπότε αν δε θέλετε να γνωρίζετε κανένα στοιχείο, περάστε αυτήν την παράγραφο και πηγαίνετε παρακάτω: οι δύο αδελφές που μας είναι γνωστές από τις προηγούμενες ταινίες, η Κέιτι και η Κρίστι, απ’ όταν ήταν κοριτσάκια, το 1988, δέχονταν... επισκέψεις στο σπίτι τους. Ο μπαμπάς τους μαγνητοσκοπούσε τα πάντα με μια βιντεοκάμερα – αυτό άλλωστε ήταν και το επάγγελμά του, να μαγνητοσκοπεί γάμους και εκδηλώσεις. Μ’ αυτήν τη βιντεοκάμερα θα προσπαθήσει και ν’ αποτυπώσει από πού έρχονται παράξενοι ήχοι στο οικογενειακό σπίτι, για ν’ ανακαλύψει ότι τις προκαλεί ένας «φανταστικός φίλος» των κοριτσιών.
Η ταινία είναι ένα πρίκουελ των προηγούμενων, σε απαράλλαχτο ύφος αλλά με ακόμα υψηλότερα επίπεδα αγωνίας. Προκειμένου να συνεχίσει τόσο η ιδέα, όσο και η αισθητική προσέγγιση του ότι βλέπουμε τη δράση μέσα από υλικό που έχει τραβηχτεί μέσα από κάμερα «παρακολούθησης», υπάρχει ένα θαυμάσιο εύρημα που εξυπηρετεί αλλά και ενισχύει την ένταση της πλοκής.
Το να χαρακτηρίσει κανείς το «Paranormal Activity 3» ως «μία από τα ίδια», είναι στην ουσία κομπλιμέντο για την ταινία: πόσα franchises μπορούν να παινευτούν ότι σε κάθε καινούριο επεισόδιο δεν προδίδουν ούτε στο ελάχιστο τον ενθουσιασμό της πρώτης φοράς; Η σκηνοθεσία της ταινίας χτίζει τον τρόμο μόνο με αφορμές, με πράγματα δηλαδή που νομίζεις, υποψιάζεσαι κι ανησυχείς ότι θα προκύψουν και που εννιά φορές στις δέκα δεν προκύπτουν καν! Δεν είναι μόνο ότι ο θεατής είναι προϊδεασμένος, ξέρει ότι σε αυτήν την ταινία θα ουρλιάξει και θα πάθει νευρικό γέλιο ή κλάμμα από το φόβο του - που κι αυτό από μόνο του είναι ένα επίτευγμα! Είναι και η εκπληκτική αφαιρετικότητα των πλάνων που παίζει συνέχεια με το τι είναι παρών και τι όχι – ή, το χειρότερο, είναι αλλά δε φαίνεται.
Επειδή, μάλιστα, τα πλάνα που βλέπουμε ως ταινία, έχουν υποτίθεται καταγραφεί από σταθερά τοποθετημένη κάμερα ή από κάμερα στο χέρι με υποκειμενική γωνία, πολλές φορές αντιλαμβανόμαστε ή υποθέτουμε τι συμβαίνει μόνο από ήχους και αντιδράσεις, χωρίς να μπορούμε να δούμε αυτό που φοβόμαστε ότι υπάρχει, πράγμα που μετατρέπει την αγωνία σε υστερία τρόμου!
Δεν έχει καμία σημασία ότι η υπόθεση της ταινίας, αν την περιγράψεις με λέξεις, δεν είναι καθόλου πειστική – κανέναν δε νοιάζει στ’ αλήθεια η ιστορία της Κέιτι και της Κρίστι, ούτε όταν ήταν μικρές, ούτε όταν μεγάλωσαν. Αυτό που νοιάζει το θεατή είναι ότι θα ανεβάσει τόσο πολύ την αδρεναλίνη του για να μπορέσει ν’ αντέξει τη μιάμιση ώρα συνεχόμενου πανικού, που θα ευχαριστηθεί τα ευρώ του όσο σε λίγες ταινίες ψυχαγωγίας.