Hταν 1979, όταν ο εξαντλημένος από τον εφιάλτη των γυρισμάτων, του post - production και των απογοητευτικών δοκιμαστικών προβολών Φράνσις Φορντ Κόπολα έφερε τη μισοτελειωμένη «Αποκάλυψη Τώρα!» στο Φεστιβάλ Καννών σε μια απόφαση που δεν είχε προηγούμενο.
Δεν είχε πολλές επιλογές.
Η επιθυμία του Φεστιβάλ Καννών, τον Μάιο 2024, να προβάλει την ταινία ήταν σχεδόν ο μοναδικός τρόπος για να πάρει το χρίσμα του καλλιτεχνικού έπους που ήταν, στην πιο φιλική στα φιλμικά ανδραγαθήματα Ευρώπη, εκεί όπου πέντε χρόνια μόλις πριν ο Κόπολα είχε κερδίσει το Χρυσό Φοίνικα για τη «Συνομιλία». Η United Artists φοβήθηκε το «work in progress» - η ταινία υπάρχει ακόμη με αυτόν τον τίτλο «Apocalypse Now (Work in Progress) στο αρχείο των Καννών, αλλά τελικά υπέκυψε στις επιθυμίες του Κόπολα, όπως ακριβώς έκανε και το ίδιο το Φεστιβάλ πληρώνοντας την πτήση για να φτάσουν οι κόπιες της ταινίας στις Κάννες και αντιμετωπίζοντας τον Κόπολα σχεδόν σαν ένα Βασιλιά.
Η ταινία προβλήθηκε, οι κριτικές ήταν ανάμεικτες προς αρνητικές. Αλλοι έγραψαν πως «άξιζε η αναμονή», άλλοι πως η ταινία είναι μια «απογοητευτική αποτυχία». Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα βρισκόταν όμως ήδη εδώ και καιρό στην «καρδιά του σκότους», σε κατάσταση παραληρηματική, κάπου ανάμεσα στην τρέλα και τη μεγαλομανία και την απόλυτη ματαιότητα. Επιτέθηκε στους δημοσιογράφους που έσπασαν το εμπάργκο, τους κατηγόρησε ότι θέλουν να καταστρέψουν την ταινία όπως έκαναν εδώ και καιρό και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων αναφωνώντας το θρυλικό: «Η ταινία μου δεν είναι για το Βιετνάμ. Είναι το Βιετνάμ».
Η «Αποκάλυψη Τώρα!» κέρδισε, μετά από παρέμβαση του τότε διευθυντή του Φεστιβάλ το Χρυσό Φοίνικα εξ ημισείας μαζί με το «Ταμπούρλο» του Βόλκερ Σλέντορφ, ο Κόπολα που στην αρχή του αρκούσε και μόνο η ταινία να παιχτεί στις Κάννες ενοχλήθηκε από τον «μισό Φοίνικα» όπως είχε πει χαρακτηριστικά, η ταινία βγήκε στις αίθουσες και κατάφερε να γίνει ένα σχετικό box office χιτ, ενώ μέσα στα χρόνια η φήμη της γιγαντώθηκε ως μια από τις μεγαλύτερες, σημαντικότερες, ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ.
45 χρόνια μετά, η ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται - αν και θα αργήσουμε να μάθουμε το τέλος της.
Βρισκόμαστε στο 2024 και ο Φράνσις Φορντ Κόπολα φέρνει - επιτέλους - στις Κάννες το έργο της ζωής του, το «Megalopolis», μια ιδέα που είχε ξεκινήσει λίγο πριν το ωστικό κύμα της «Αποκάλυψης Τώρα!» το 1977 και αναβλήθηκε, ναυάγησε, ξεκίνησε ξανά και σταμάτησε δεκάδες φορές.
Δεν είχε και πολλές επιλογές.
Σαν μια άλλη «Αποκάλυψη Τώρα!», το «Megalopolis» φτάνει στο Φεστιβάλ με 120 εκατομμύρια δολάρια από τα προσωπικά χρήματα του Κόπολα, χωρίς διανομή στην Αμερική, με δοκιμαστικές προβολές που πρόδωσαν τη σύγχυση που προκαλεί η ταινία στους θεατές, με παρασκήνιο για «old school» γυρίσματα, μαριχουάνα και ανάρμοστη συμπεριφορά του δημιουργού του και την ελπίδα πως το Φεστιβάλ θα μπορέσει να σώσει για δεύτερη φορά ένα πρότζεκτ του Κόπολα από την καταστροφή.
Πριν την πρώτη προβολή της ταινίας όλα δείχνουν πως οι Κάννες υπήρξαν ήδη σωτήριες για την ταινία αφού η ταινία αρχίζει να βρίσκει ενδιαφέρον στους Ευρωπαίους και Αμερικάνους διανομείς, τα ΙΜΑΧ την υποστηρίζουν για παγκόσμια έξοδο, το ολοκληρωμένο τρέιλερ της ταινίας μεγαλώνει την ανυπομονησία και ο 85χρονος Κόπολα είναι με διαφορά ο Βασιλιάς του 77ου Φεστιβάλ Καννών.
Και είναι αλήθεια, αφού δεν υπάρχει ταινία που να περιμένει κανείς περισσότερο τα τελευταία χρόνια, όχι μόνο επειδή αυτό είναι το λογικό για κάθε κινηματογραφικό πρότζεκτ που αποκτά μυθικές διαστάσεις, ακριβώς επειδή δεν μπορεί να υλοποιηθεί, αλλά επειδή όλοι ελπίζουν πως αυτή τη φορά ο Φράνσις Φορντ Κόπολα δεν θα είναι ο Κόπολα του (ποιος τα θυμάται ή θέλει να τα θυμάται άραγε;) «Twixt», του «Tetro» και του «Youth Without Youth», αλλά ο Κόπολα του «Δράκουλα», αν όχι - ευχή όλων - αυτός των «Νονών».
Ο Σαίξπηρ θα είχε να πει πολλά αν μπορούσε να δει το «Megalopolis», τόσο για τον ίδιο τον Φράνσις Φορντ Κόπολα, όσο και για τη φενάκη του τι τελικά ορίζει το «μέγεθος» των ανθρωπίνων πράξεων. Θα χαμογελούσε κάθε φορά που το γραμμένο 300 φορές (κατά τη δήλωση του ίδιου του Κόπολα) σενάριο παραθέτει αυτούσια αποσπάσματα κυρίως από τον «Αμλετ», την «Τρικυμία» και τον «Ιούλιο Καίσαρα» - εδώ και το «Να ζει κανείς ή να μη ζει» και το «Είμαστε φτιαγμένοι από τα υλικά των ονείρων και ύπνος κυκλώνει τη σύντομη ύπαρξή μας». Και θα κουνούσε το κεφάλι συγκαταβατικά μπροστά στο μέγεθος της πτώσης που επιχειρείται ερήμην ή εν γνώσει του Κόπολα, καθώς ένα προσωπικό πρότζεκτ γίνεται εκβιαστικά μια εποποιία, χωρίς να διαθέτει τα υλικά για να στηρίξει ένα όραμα που σύντομα μοιάζει κι αυτό παραδομένο σε ένα κυνήγι για το άπιαστο ή και για ακόμη κάτι περισσότερο αόριστο.
Το «Megalopolis» μοιάζει με μια (σαιξπηρική) τρικυμία (!) εν κρανίω, καθώς ακολουθεί το φρενήρη ρυθμό ενός κόμικ για να αφηγηθεί μια ιστορία ανόδου και πτώσης σε μια φουτουριστική Νέα Υόρκη που θα μπορούσε να είναι και Νέα Ρώμη που ευαγγελίζεται αλλά και μια Γκόθαμ Σίτι που περιμένει τον μαυροφορεμένο σωτήρα της. Αυτός θα έρθει όχι με τη στολή του Μπάτμαν, αλλά με τα καλοραμμένα κοστούμια του Σίζαρ Καταλίνα, ενός αρχιτέκτονα - οραματιστή που όχι μόνο έχει ανακαλύψει το υλικό από το οποίο φτιάχνονται (κυριολεκτικά) τα όνειρα, δημιουργώντας από εντυπωσιακά κτίρια μέχρι θεραπευτικούς νάρθηκες για σκύλους αλλά μπορεί ταυτόχρονα να σταματάει το χρόνο.
Μέσα στα περίπου 140 λεπτά του, το «Megalopolis» ακολουθεί κατά πόδας τον ήρωά του, καθώς ο Καίσαρας έρχεται σε σύγκρουση με τους πολιτικούς άρχοντες της πόλης που αντιτίθενται στην «ανεξέλεγκτη δόμηση», με την οικογένεια του που αποτελείται από θείους - τραπεζικούς κροίσσους και ξαδέλφια Κλαύδιους που προσπαθούν να τον υπονομεύσουν, μέχρι και μετεωρίτες που προσγειώνονται στη Γη. Σε σύγκρουση και με τη μεγαλομανία του, τον εθισμό του στις ουσίες, την ανάγκη του να αγαπήσει και να αγαπηθεί αλλά και να κάνει το σωστό σε ένα κόσμο που βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στο έρεβος, στο φτηνό κυνήγι του χρήματος, στη δημοσιότητα και στο ψέμα.
Αν μπορούσαμε να σταματήσουμε το χρόνο, θα παρατηρούσαμε ίσως πιο προσεκτικά όλες τις απόπειρες του Κόπολα να φτιάξει σε κάθε μικρή ή μεγαλύτερη σκηνή του «Megalopolis» ένα παλίμψηστο που να χωράει από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μέχρι τις βωβές ταινίες της απαρχής του σινεμά, τον «Καλιγούλα» του Τίντο Μπρας, το «Satyricon» του Φελίνι και το Matrix, όλα σε μια σάτιρα όχι πια του αμερικανικού ονείρου, αλλά του αμερικάνικου εφιάλτη όπως ο 85χρονος δημιουργός τον βλέπει να απλώνεται σαν μαύρο σύννεφο πάνω από την ανθρώπινη δημιουργία.
Ακόμη όμως και αν είχαμε αυτήν την πολυτέλεια, θα ήταν αδύνατον να παραβλέψει κανείς πως ο Κόπολα μοιάζει πλέον να μην σκηνοθετεί, αλλά απλά να προσπαθεί να ενορχηστρώσει ένα χάος που αποτελείται από ηθοποιούς που (δεν) παίζουν ο καθένας διαφορετικά και όλοι με γκριμάτσες και στόμφο σαιξπηρικό μόνο στα λόγια (η κατά το ήμισυ φιλότιμη προσπάθεια του Ανταμ Ντράιβερ και της Νάταλι Εμάνιουελ εξαϋλώνεται μπροστά στις μούτες του Γιον Βόιτ, την ηδυπάθεια της Ομπρεϊ Πλάζα και τον τραγέλαφο που ακούει στο όνομα Σάια ΛαΜπεφ in drag παρακαλώ), από φτηνά ειδικά εφέ που στην προσπάθεια του να τα «μεγαλώσει» μοιάζουν με ημιτελείς ιδέες που μπήκαν βιαστικά στο post-production, από μια αλληλουχία σκηνών που δεν βγάζει ακριβώς νόημα σεναριακά ή μονταζιακά και από μια διάθεση μεγαλομανίας για μια ιστορία και μια ταινία που παρά τη φαινομενική επική της διάσταση μοιάζει να έχει γυριστεί όλη σε ένα δωμάτιο.
Η άναρχη επίθεση κακοφωνίας, έλλειψης ρυθμού, επαναλήψεων, ιδεών που έρχονται από το πουθενά και δεν φτάνουν πουθενά, καταστροφών του κόσμου που δεν μαθαίνουμε ποτέ τι άφησαν στο πέρασμα τους και ήρώων που εμφανίζονται και εξαφανίζονται χωρίς καμία εξήγηση είναι μόνο η μια πλευρά του νομίσματος μιας ταινίας που σε κάθε της δευτερόλεπτο νιώθεις ότι θα καταρρεύσει από το βάρος ενός θορύβου που αντηχεί πραγματικά μόνο εκβιαστικά (και μόνο αν θέλεις από καλοσύνη να δώσεις ένα credit στις προθέσεις του Κόπολα) ως ένας συμβολισμός για την αντανάκλαση του σύγχρονου χάους.
Η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι ένα σχόλιο τόσο παλιομοδίτικο, που όσο πίσω κι αν πηγαίνει (στον Σαίξπηρ) δεν μπορεί να αγγίξει την αρχετυπική του έστω κλασικίζουσα δύναμη και παραμένει διαρκώς μιας αφελής, ρηχή, εντοπισμένη στον τρόπο που ο κόσμος του θεάματος αντιμετώπιζε θεματικές όπως το χρήμα, τη show biz, την απληστία, το κυνήγι του χαμένου χρόνου σε άλλες περασμένες δεκαετίες, με μια εικόνα και με σκηνές που σου αφήνουν τη γεύση μιας ταινίας που γυρίστηκε σε άλλες δκεαετίες - όταν το να δείχνεις κάποιον να τον κρεμάνε με φόντο ένα 100δόλαρο θεωρούνταν χτύπημα στον καπιταλισμό - και απλά προβλήθηκε τώρα, αφού την πέρασαν μέσα από ένα ποστ τεχνητής νοημοσύνης με εντολή να ανταποκριθεί στις τεχνικές απαιτήσεις του σήμερα.
Ο Κόπολα είναι συγκινητικός στη βάση του - ακόμη και με τη μεγαλομανία του, κυρίως γιατί επιχειρεί μια βουτιά στο κενό, κερδίζοντας, όπως και ο ήρωάς του, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, περισσότερο χρόνο που τον προτιμά αντί για μια θέση στην Ιστορία. Και παραμένει συγκινητικός όσο κι αν το «Megalopolis» είναι μια ταινία την οποία περισσότερο στεναχωριέσαι (και υποφέρεις αρκετά) να κοιτάς. Για πολλούς - και δίκαια - ο μεγαλύτερος των Αμερικάνων σκηνοθετών που άλλαξαν το σύγχρονο σινεμά, πέτυχε πολλές φορές το ακατόρθωτο με αποκορύφωμα να μην σπιλώσει καθόλου τα αριστουργήματά του με τις ταινίες της τελευταίας αυτή περιόδου του που μοιάζουν όλες με work in progress για μια ταινία που δεν θα δει ποτέ κανείς ολοκληρωμένη
Το «Megalopolis» δεν θα αλλάξει το ρου της Ιστορίας (του Κόπολα). Υπήρξε σπουδαίο ως όνειρο της ζωής του μέχρι τη στιγμή που πραγματοποιήθηκε. Στην νομοτελειακή του σύγκρουση με την ίδια του την ύλη υπήρξε η πικρή διαπίστωση πως μερικές φορές τα όνειρα είναι καλύτερο να μην βγαίνουν ποτέ αληθινά.