Τρία χρόνια μαζί και η Μισέλ αποφασίζει να δώσει τελεσίγραφο στον Αλεν: αν η σχέση τους δεν προχωρήσει σε μία σοβαρή κατεύθυνση, χωρίζουν. Αν δεν είναι «ναι», είναι «όχι». Στο ενδιάμεσο βράδυ που έχει για να αποφασίσει εκείνος, οι γονείς κάνουν την ανατροπή. Θέλουν να γνωριστούν μεταξύ τους επιτέλους. Οπότε θα μαζευτούν όλοι για δείπνο στο πατρικό της Μισέλ. Μόνο που υπάρχουν ακόμα περισσότερες ανατροπές: οι γονείς «γνωρίζονται» και μάλιστα αρκετά καλά. Εδώ και μήνες η μητέρα του Αλεν έχει παράνομη σχέση με τον πατέρα της Μισέλ. Και, κατά διαβολική σύμπτωση, το προηγούμενο βράδυ γνωρίστηκαν και ξεκίνησαν μία δική τους περιπέτεια και η μητέρα της Μισέλ κι ο πατέρας του Αλεν. Οταν δύο νέοι άνθρωποι αποφασίζουν για το μέλλον τους, έχοντας παρόντες το γονείς τους και το παράδειγμα που εκείνοι έχουν χαράξει, τα πράγματα είναι μάλλον πικρά. Τα παράνομα ζευγάρια προσπαθούν να κρατήσουν τα μυστικά τους κρυφά, αλλά ταυτόχρονα να αντιμετωπίσουν επιτέλους την κρίση στο γάμο τους και την υπαρξιακή τους κρίση.
O Mάικλ Τζέικομπς είχε γράψει το ομότιτλο θεατρικό που είχε διανύσει μία αρκετά επιτυχημένη πορεία στο Μπρόντγουεϊ της δεκαετίας του 70. Σήμερα, επιχειρεί να το μεταφέρει στο σινεμά, περνώντας μάλιστα κι ο ίδιος πίσω από την κάμερα για να το σκηνοθετήσει. Στο χαρτί, όλα μοιάζουν με επιτυχημένο στοίχημα: οι κρίσεις στα ζευγάρια είναι κάτι το διαχρονικό, το υπαρξιακό αδιέξοδο στα 60+ κάτι το αμετάβλητο, οι πικρές κωμωδίες έχουν πάντα το κοινό τους και ένα λαμπερό καστ, όπως αυτό των Ρίτσαρντ Γκιρ, Σούζαν Σαράντον, Νταϊάν Κίτον, Γουίλιαμ Χ. Μέισι, διασφαλίζει την εισπρακτική επιτυχία.
Οχι ακριβώς. Με ένα κακογραμμένο σενάριο, αδιάφορη σκηνοθεσία και φορσέ ερμηνείες από το all-star καστ σου, όλα καταλήσουν σε κακοπαιγμένο στοίχημα και χαμένη ευκαιρία.
Ο Τζέικομπς μοιάζει να μην ξέρει ακριβώς τον κινηματογραφικό προορισμό του υλικού του. Θέλει να κάνει μία χαριτωμένη και πικρή, μέσα στα νοήματά της, κομεντί; Θέλει να παρουσιάσει ένα υπαρξιακό δράμα εξηντάρηδων σε κατάθλιψη; Δεν έχει αποφασίσει κι αλλάζει συνεχώς τον ρυθμό, το ύφος και τη θερμοκρασία. Η ταινία ξεκινά με την υπόσχεση και τους κανόνες μιας κομεντί, σοβαρεύει σοκαριστικά απότομα με θλιμμένους διαλόγους για το αδιέξοδο της ζωής, μετά επιχειρεί να επιστρέψει σε κωμωδία καταστάσεων και ανατροπών, αλλά η μελαγχολία στις κόντρες των ηρώων συνεχίζεται - βαριά, περίεργα, άνισα. Και το χειρότερο: βαρετά.
Οι ταλαίπωροι ηθοποιοί πρέπει να πήραν μόνο μία οδηγία: να παίξουν τους πιο διάσημους ήρωές τους, απλά μεγαλωμένους. Ετσι μοιάζουν σαν να παίζουν σε διαφορετικές ταινίες, ο ένας από τον άλλον - ακόμα κι όταν μοιράζονται μια σκηνή. Η Νταϊάν Κίτον είναι η σήμα-κατατεθέν νευρωτική ηρωίδα, που δεν καταλαβαίνεις το πρόβλημα στον γάμο της, εφόσον ο Ρίτσαρντ Γκιρ ακόμα της φέρεται σαν να είναι η pretty woman του (παρόλο που δεν μοιράζονται την παραμικρή χημεία). Η Σούζαν Σαράντον εμφανίζεται ως η παραδοσιακά σέξι κοκκινομάλλα, όμως αδικαιολόγητα δηλητηριώδης, που δεν καταλαβαίνεις πώς είχε παντρευτεί τον γλυκό loser Γουίλιαμ Χ. Μέισι.
Ολοι μπαινοβγαίνουν σε δωμάτια ανταλλάζοντας ατάκες και διαλόγους που δεν έχουν συνέχεια, νεύρο, ή λογική. Δεν σε κρατούν -και στο τέλος δεν σε αφορούν- τα θέματά τους, δεν καταλαβαίνεις πώς επέλεξαν να τα επιλύσουν, που στέκονται, τι άλλαξε. Τίποτα.
Αυτούς τους γονείς δεν τους »γνώρισες» ποτέ. Κι είναι κρίμα. Γιατί μοιάζει να υπήρξε μία ιδέα πίσω από όλα αυτά, που μπορεί και να έβγαζε κάτι - με έναν άλλο σεναριογράφο και σκηνοθέτη.