Το 1816, στη λίμνη Λεμάν της Γενεύης, και μετά από ένα στοίχημα με τον εκεί οικοδεσπότη τους Λόρδο Βύρωνα, ο Ιταλοβρετανός γιατρός Τζον Πολιντόρι και η εκκολαπτόμενη Αγγλίδα συγγραφέας Μαίρη Γουόλστονκραφτ Γκόντγουιν γράφουν τις εμβληματικές ιστορίες γοτθικού τρόμου «Βρικόλακας» και «Φράνκενσταϊν: Ενας Μοντέρνος Προμηθέας», αντίστοιχα. Ομως τον πρώτο καιρό της κυκλοφορίας τους επικρατεί σύγχυση για την πατρότητα των έργων, ελέω συμφερόντων εκδοτικών. Ο «Βρικόλακας» πιστώνεται στον Μπάιρον, φίλο και ασθενή του Πολιντόρι, ο δε «Φράνκενσταϊν» στον Πέρσι Σέλλεϋ, ποιητή και σύντροφο της Γκόντγουιν.
«Δεν είναι ειρωνικό;», λέει ο Πολιντόρι στην Γκόντγουιν σε μια από τις ύστερες σκηνές της επιλεκτικής βιογραφίας «Μαίρη Σέλλεϋ». «Ενώ εγώ γράφω μια ιστορία που χλευάζει τον Μπάιρον, τη βδέλλα που καταβροχθίζει ψυχές, κι αυτός παίρνει όλα τα εύσημα, εσύ γράφεις για ένα απεγνωσμένο πλάσμα, εγκαταλειμμένο από έναν ανεύθυνο ναρκισσιστή, και ο Σέλλεϋ παίρνει όλα τα εύσημα!».
Τούτη η εύστοχα αντιφατική αναγωγή θα λέγαμε πως συνοψίζει τις προθέσεις της Σαουδάραβα σκηνοθέτη Χαϊφάα αλ-Μανσούρ και της συν-σεναριογράφου της Εμα Τζένσεν, οι οποίες βλέπουν τα χρόνια ενηλικίωσης της Μαίρη Σέλλεϋ ως ένα εντελώς ιδιαίτερο στα χρονικά της γυναικείας χειραφέτησης κεφάλαιο, ενώ ερμηνεύουν την επιδραστική στη γοτθική λογοτεχνία συνεισφορά της με τον μύθο του «Φράνκενσταϊν» ως φεμινιστική δήλωση.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απόπειρα προσέγγισης, πράγματι. Τα εφόδια της Μαίρη από τον ειδικευμένο στα πολιτικά δοκίμια πατέρα της Γουίλιαμ Γκόντγουιν, το κληρονομημένο από την επίσης φιλόλογο μητέρα της θάρρος του λόγου και η μαχητικότητά της, το πάθος της με τη λογοτεχνία φαντασίας, οι συναισθηματικές της δοκιμασίες μετά τη γνωριμία της με τον ποιητή Σέλλεϋ, μαζί και όλη της η αγωνία για την έκδοση του πρώτου της βιβλίου σε καιρούς απόλυτης ανδροκρατίας στη βρετανική τέχνη, προσφέρονται για ένα τέτοιου τύπου διάβασμα.
Στην ταινία της αλ-Μανσούρ, που είχε σπάσει τα ταμπού στη Σαουδική Αραβία προ πενταετίας ως η πρώτη γυναίκα-σκηνοθέτης της χώρας με το έξυπνο «Απαγορευμένο Ποδήλατο», όλα τα παραπάνω αποτυπώνονται. Δεν εκπέμπεται όμως καμία παρέκκλιση όπως θα περιμέναμε από ένα τέτοιο υλικό –από ένα τέτοιο χρονικό μεταφορικών και κυριολεκτικών τεράτων [Επ’ αυτού, βλέπε το σαγηνευτικό μέσα στον παροξυσμό του «Γκόθικ» του Κεν Ράσελ, του 1986].
Ενώ ο παραλίγο δίγαμος καλός της γιορτάζει την ερωτική του ελευθεριότητα την ίδια στιγμή που διαπρέπει στη ρομαντική ποίηση, ενώ ο αμφιφυλόφιλος ηδονιστής Μπάιρον δεν παραλείπει να την προκαλεί, ενώ ο Πολιντόρι, ο πιθανός εραστής του, την κορτάρει διακριτικά, ενώ η λάγνα και κρυφοζηλιάρα θετή αδελφή της δηλώνει πάντα έτοιμη για εκτροπές, εκείνη παραμένει επίμονα η αγία φεμινίστρια, ένας βράχος ουσιαστικά της ίδιας ηθικής που πολεμά.
Είναι αυτή η ειρωνεία –και η αδυναμία της πρώτης αγγλόφωνης δουλειάς της αλ-Μανσούρ. Που παίρνει ένα τόσο πλούσιο σε συμπεριφορικές διαστροφές κομμάτι ζωής και κοινωνίας και το μετατρέπει σε ένα θέαμα εποχής ναι μεν καλοδουλεμένο ερμηνευτικά, πάντως απαρέγκλιτα ευπρεπές, ώστε να μπορούν να το χαζεύουν το ίδιο ευχάριστα οι ευσυγκίνητες μαντάμ και το κοινό του τυπικού young adult ρομαντικού μελό.