Μια όμορφη παντρεμένη γυναίκα πηγαίνει στο γραφείο του ιδιωτικού ντετέκτιβ Φϊλιπ Μάρλοου. Αναζητά τον εραστή της που έχει εξαφανιστεί. Ο ντετέκτιβ αρχίζει την έρευνα για να μάθει πως ο εραστής έχει σκοτωθεί και μάλιστα πολτοποιηθεί στο κεφάλι από ένα αυτοκίνητο έξω από ένα διάσημο club. Οταν όμως ξανασυναντά την όμορφη γυναίκα, αυτή του αποκαλύπτει πως γνωρίζει για το θάνατο του, ωστόσο δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα που τον είδε ζωντανό στη μέση του δρόμου. Ετσι η έρευνα, αναγκαστικά, ξεκινάει από την αρχή, καθώς η αλήθεια πρέπει να αποκαλυφθεί με οποιονδήποτε τρόπο.
Βρισκόμαστε στo Λος Αντζελες του 1939 και ό,τι ακολουθεί στην έρευνα του διάσημου ντετέκτιβ θα είναι ένα κουβάρι από οικογενειακά μυστικά, δίκτυα παράνομων ουσιών και trafficking, όλα με φόντο μια υψηλή κοινωνία που κρύβεται πίσω από την πρόσοψη μιας απατηλής λάμψης, σχεδόν όπως αυτή του σινεμά που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο παίζει το δικό του σημαντικό ρόλο στο λαβυρινθώδη δρόμο προς τη λύση του όποιου… δράματος.
Βασισμένο όχι σε κάποιο βιβλίο του Ρέιμοντ Τσάντλερ, αλλά σε ένα φόρο τιμής του Μπέντζαμιν Μπλακ (ψευδώνυμο του Ιρλανδού συγγραφέα Τζον Μπάνβιλ με τίτλο «The Black-Eyed Blonde» που κυκλοφόρησε το 2014), το «Ντετέκτιβ Μάρλοου» φέρει την υπογραφή του Νιλ Τζόρνταν, ευδιάκριτη μόνο στην επιλογή του καστ, την προσεγμένη αναπαράσταση της εποχής και μια πειστική ατμόσφαιρα μυστηρίου που όμως δεν κρύβει μέσα της παρά μια ανέμπνευστη ταινία που σαν τον ηρωά της βρίσκεται στη γκρίζα γραμμή ανάμεσα στην αδιαφορία και την ανία.
Είναι αναζωογονητικό να βλέπεις τον Λίαμ Νίσον να αφήνει για λίγο στην άκρη τους αδέκαστους ήρωες που λύνουν απαγωγές με τον ίδιο τυποποιημένο τρόπο, ντυμένο εδώ με τα ρούχα που κάποτε φόρεσαν, ανάμεσα σε πολλούς, ο Ντικ Πάουελ στο «Murder my Sweet» του 1944, ο πιο εμβληματικός Μάρλοου Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στο «The Big Sleep» του 1946 και αργότερα ο Ελιοτ Γκουλντ στο «The Long Goodbye» του Ρόμπερτ Ολτμαν το 1973. Παραμένει όμως διαρκώς αμήχανο να νιώθεις ότι, είτε σε οδηγία του Τζόρνταν ή σε δική του επιλογή υποδύεται τον Μάρλοου, ούτε καν με τη γοητεία των προκατόχων του, αλλά μάλλον με μια παραιτημένη (και καλά μελαγχολική) αύρα, απόρροια μιας σοφίας που (μάλλον;) σου προσδίδει αργά ή γρήγορα η επαφή με τα χειρότερα κομμάτια αυτού το κόσμου.
Δεν τον βοηθάει βέβαια και το σενάριο, που απλώνεται μεθοδικά προκειμένου να λύσει ένα μυστήριο που όμως δεν σε ενδιαφέρει πραγματικά - ίσως μόνο ιστορικά, λόγω της εποχής στο υπέροχα κατασκευασμένο και φωτογραφημένο προπολεμικό Χόλιγουντ - ενώ επιπλέον παραμένει λογοτεχνικό με έναν τρόπο που και ο ίδιος ο Τσάντλερ θα μισούσε. Ημι - πνευματώδεις ατάκες μοιάζουν επιτηδευμένα τοποθετημένες να πέφτουν στο κενό, αφορισμοί (ακόμη και από τον Κρίστοφερ… Μάρλοου) επιτείνουν το «διάβασμα» των χαρακτήρων, την ίδια στιγμή που και οι πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες (αυτοί που υποδύονται η Τζέσικα Λανγκ και ο Ντάνι Χιούστον) χάνουν γρήγορα μέσα σε στημένα πλάνα το κάτι που τους κάνει στην πρώτη τους εμφάνιση στην οθόνη… πραγματικά ενδιαφέροντες.
Μετά από λίγη ώρα, το φιλμ του Νιλ Τζόρνταν απομακρύνεται (ερήμην) από οποιαδήποτε υποψία ενός σκληροπυρηνικού υπαρξιακού ντετέκτιβ στόρι (φόρο τιμής στον Τσάντλερ) και γίνεται κάτι σαν ένα συνηθισμένο αστυνομικό με ανατροπές και plot twists που εννοείται ότι τα περιμένεις ήδη από το πρώτο λεπτό. Και όσο κι αν οι πρώτες του ύλες μοιάζουν σωστές, το αποτέλεσμα όμως παραμένει διαρκώς λάθος.