Αν το σκεφτεί κανείς δεν μοιάζει δύσκολο να κάνεις ένα συναρπαστικό ντοκιμαντέρ για τον Γρηγόρη Λαμπράκη.

Η ζωή του – κινηματογραφική από όποια πλευρά και αν την κοιτάξεις – απλώνεται μέσα στα χρόνια της δράσης του και μέχρι τη δολοφονία του σαν ένα ψηφιδωτό κοινωνικού ακτιβισμού, ολυμπιακών διαστάσεων αθλητισμού και πολιτικής αφύπνισης, μετατρέποντάς τον αυτόματα σε έναν ήρωα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας και την ίδια στιγμή σε ένα σύμβολο μιας μοντέρνας εποχής, ακριβώς στο μεταίχμιο μιας χώρας που ερχόταν για ακόμη μια φορά αντιμέτωπη με το τραγικό παρελθόν και το αβέβαιο μέλλον της.

Οι μεγάλοι σταθμοί της ζωής του, καταγεγραμμένοι στα αρχεία της εποχής αλλά περισσότερο κι από αυτό στη μνήμη όσων των γνώρισαν, τον θαύμασαν και δεν τον ξέχασαν ποτέ, είναι γνωστοί – σε ένα γενικότερο πλαίσιο και μόνο από το «Ζ» του Βασίλη Βασιλικού και το εμβληματικό ομώνυμο φιλμ του Κώστα Γαβρά.

Από τα χρόνια της Ιατρικής Σχολής, των καινοτομιών του στη γυναικολογία, των επιτυχιών του στο στίβο σε βαλκανικό και ολυμπιακό επίπεδο, στα χρόνια της πολιτικής του δράσης με την ΕΔΑ και μέχρι το μετά της δολοφονίας του, ο Λαμπράκης υπήρξε μια αεικίνητη δύναμη ενός κοινωνικά ευαισθητοποιημένου πολίτη του κόσμου – καταδικασμένου να γίνει σύμβολο, ακόμη κι αν o θάνατός του δεν λειτουργούσε σαν το τράβηγμα της περόνης μιας χειροβομβίδας που θα άλλαζε για πάντα το πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας.

Ο Στέλιος Χαραλαμπόπουλος, ικανός γνώστης της αφηγηματικής δύναμης του ντοκιμαντέρ / πορτρέτου - θυμηθείτε τα «Ημερολόγια Καταστρώματος - Γιώργος Σεφέρης» και «Ι. Μόραλης» - δεν αρκείται όμως στο από τη φύση του συναρπαστικό βιογραφικό του Γρηγόρη Λαμπράκη.

Χτίζοντας την ιστορία της ζωής του πάνω σε ένα διαρκές πισωγύρισμα στο χρόνο, ο Χαραλαμπόπουλος τοποθετεί το σύμβολο «Γρηγόρης Λαμπράκης» στο ακριβές του πλαίσιο, προκρίνοντας τη σημασία της δολοφονίας του για το πολιτικό σκηνικό της χώρας, πριν επιστρέψει στα πρώτα χρόνια της δράσης τους, στην προσφορά του ως επιστήμονα, στα μικρά και μεγάλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του, έτσι όπως τα αφήγουνται άνθρωποι που τον γνώρισαν και τα ίδια τα λόγια του Λαμπράκη μέσα από τις σημειώσεις, τα ημερολόγια και τις επιστολές του.

Σε μια φαινομενικά συμβατική αλληλουχία talking heads και πραγματικά σπάνιου αρχειακού υλικού (αποτέλεσμα μιας τρίχρονης έρευνας), ο Χαραλαμπόπουλος πετυχαίνει στην πραγματικότητα την υπέρβαση: ενώ σκηνοθετεί ένα εξωτερικά τυπικό ντοκιμαντέρ που θα είχε ελάχιστους λόγους για να χαρακτηριστεί κινηματογραφικό, καταφέρνει να ξεπεράσει στεγανά και γνωστές αφηγηματικές δομές μετατρέποντας ένα πορτρέτο/ντοκουμέντο σε ένα αφήγημα που θυμίζει περισσότερο ένα πολιτικό θρίλερ, μια εκ νέου ανάγνωση της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που οικοδομείται πάνω σε έναν κινηματογραφικό ήρωα και μια συγκινητική ροή λέξεων, εικόνων και γεύσεων μιας ζωής συνεχώς μετέωρης ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο.

Δεν είναι μόνο ο τρόπος με τον οποίο όσοι μιλούν για τον Γρηγόρη Λαμπράκη, φέρουν στην εκφορά του λόγου τους όλο το «επείγον» της ζωής του, ούτε η εξαιρετικά πρωτότυπη δομή των πληροφοριών της δράσης του καθώς αυτές ξετυλίγονται χωρισμένες ανάμεσα στην αθωότητα μιας κοινωνικής ενηλικίωσης και στη σκληρότητα ενός εκρηκτικού πολιτικού σκηνικού.

Είναι περισσότερο, οι εικόνες που ζωντανεύουν μέσα από τις αφηγήσεις και τα αρχεία σαν τα κομμάτια ενός ψηφιδωτού που σιγά σιγά ολοκληρώνουν την τοιχογραφία μιας Ελλάδας σε παράλληλη δράση με την ζωή ενός από τους ήρωές της. Μια χώρα – μάρτυρας μιας «Ανοιξης» που έμεινε ημιτελής, κουβαλώντας ακόμη και σήμερα στις πλάτες της τα απομεινάρια ενός εν δυνάμει ένδοξου βιογραφικού που έμελλε να διακοπεί με τον πιο βίαιο τρόπο.

Αδύναμη ακόμη και σήμερα να γράψει το τέλος μιας ιστορίας που στην περίπτωση του Γρηγόρη Λαμπράκη υπήρξε κινητήριος δύναμη για αλλαγή, αλλά στην περίπτωση της Ελλάδας παραμένει ανοιχτό, συναντώντας την σήμερα, πενήντα χρόνια μετά τη δολοφονία του, στην ίδια εμπόλεμη κατάσταση με τον ίδιο της τον (χειρότερο) εαυτό.