H ζωή και το σπουδαίο πολιτικό έργο του Νέλσον Μαντέλα, ο οποίος δεν κατέρριψε απλά το Απαρτχαϊντ στην Νότιο Αφρική, αλλά άλλαξε ριζοσπαστικά και συγκίνησε την πάλαι ποτέ τρομαγμένη διεθνή γνώμη υπέρ των αγώνων της μαύρης δύναμης και της ίδρυσης ενός ελεύθερου και δημοκρατικού κράτους. Η εφηβική του ηλικία, οι ιδεαλιστικοί του αγώνες ως νεαρός συνήγορος στο Γιοχάνεσμπουργκ του 1940, ο ηγετικός του ρόλος στους πρώτους επαναστατικούς ξεσηκωμούς, η δίκη, η καταδίκη, η 27χρονη φυλάκησή του στο Ρόμπεν Aϊλαντ, η απελευθέρωση το 1989, η Προεδρία του στη δεκαετία του 90. Και πάνω από όλα: η ωρίμανσή του σε μεγάλο ανθρωπιστή, η μεταβολή του από ένοπλο αγωνιστή σε σύμβολο πασιφισμού – κάτι που του στοίχισε το γάμο του με τη συνειδητοποιημένα πιο ριζοσπαστική ακτιβίστρια σύζυγό του Γουίνι. Εκείνος συγχώρεσε το λευκό μίσος, εκείνη όμως ποτέ. Πόσα θυσίασε τελικά ο Μαντίμπα στον μακρύ δρόμο προς την ελευθερία;

Βασισμένος στο σενάριο του Γουίλιαμ Νίκολσον («Μονομάχος», «Οι Αθλιοι»), το οποίο διασκευάζει κινηματογραφικά την αυτοβιογραφία του Μαντέλα που κυκλοφόρησε το 1995, ο Τζάστιν Τσάντγουικ («Η Αλλη Ερωμένη του Βασιλιά») προσπαθεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Να χτίσει ένα έπος με τον ιστορικό σεβασμό που αρμόζει, το ήθος που απαιτεί και την πολιτική διάσταση που όχι απλά επιτρέπουν, αλλά πλέον επιβάλλουν οι εποχές. Μόνο που αυτή η ακαδημαϊκή αντιμετώπιση της ιστορίας, ο κλασικός τρόπος αφήγησης των γεγονότων και η απόφαση να στριμωχτούν σώνει και καλά σε 140 λεπτά όσα δεν χωρούν παρά μόνο σε 95 χρόνια, λειτούργησαν ανάποδα. Κατέληξαν σε μία λουστραρισμένη, ικανοποιητική, φλατ ταινία διεκπεραίωσης. Κι όχι ένα φιλμ διαχρονικής αναγκαιότητας.

Ποτέ κανείς δεν μπορεί να ξέρει ποια είναι η σωστή κινηματογραφική επιλογή: να επιχειρήσεις την καταγραφή της Ιστορίας σε όλο της το εύρος, ή να κλείσεις την χαοτική ψαλλίδα -να επικεντρωθείς σ' ένα κρίσιμο γεγονός το οποίο θα αναλάβει να αποκαλύψει με κριτήριο και άποψη μία προσωπικότητα (όπως έκανε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ στο «Λινκολν»); Συνήθως το δεύτερο λειτουργεί. Εκεί επιτρέπεται σ' έναν σκηνοθέτη να φωτίσει σε βάθος έναν ήρωα, να μας επιτρέψει να τον ανακαλύψουμε τρισδιάστατα και μεστά κι όχι να παρακολουθήσουμε μία κινηματογραφημένη wikipedia παρουσίαση της πορείας του.

Ο Ιντρις Ελμπα, παρόλο που δεν μοιάζει καθόλου στον μικρόσωμο ηγέτη, είναι στιβαρός, εντυπωσιακός. Εχει μελετήσει το ρυθμό της φωνής του Μαντίμπα, προσπαθεί να τον ενσαρκώσει ως άνθρωπο με αδυναμίες, όνειρα, ελαττώματα, σοφία. Η Ναόμι Χάρις ερμηνεύει κι εκείνη τη Γουίνι με σπίθα, ορμή και τσαγανό – σαν μία πάνθηρα του black power. Δεν τους βοηθάει όμως ούτε το σενάριο, ούτε η σκηνοθεσία να απογειώσουν τους χαρακτήρες τους.

Είναι ειρωνικό: τις ελάχιστες φορές που η ίδια ζωή είναι πραγματικά συναρπαστική, το σινεμά αδυνατεί να την καταγράψει με την ακτινοβολία που της αξίζει. Οταν κάποιοι άνθρωποι είναι εμβληματικοί ήρωες, οι κινηματογραφικοί ήρωες μοιάζουν μικροί στη σύγκριση.