Πάλο Βέρντε, Καλιφόρνια, 1940. Σ' ένα απομακρυσμένο από τον πολιτισμό ράντζο στην έρημο καταφθάνει η ομάδα του Ορσον Γουέλς: μία αγγλίδα γραμματέας, μία ικανή νοσοκόμα, ένας επιβλέπων μάνατζερ. Ολοι για να φροντίσουν τον σεναριογράφο Χέρμαν Τζ. Μάνκιεβιτς, που αναρρώνει από τροχαίο ατύχημα και βρίσκεται ακινητοποιημένος με σπασμένα κόκκαλα στο κρεβάτι. Ο Γουέλς έχει μπει σε όλο αυτό τον κόπο γιατί στα 24 του χρόνια, έχει κάνει τη φιλόδοξη κίνηση να αφήσει πίσω την Μ. Βρετανία για να κατακτήσει το Χόλιγουντ. Χρειάζεται όμως κάποιον να δουλέψει το σενάριο της πρώτης φιλόδοξης ταινίας του. Κι ο «Μανκ» έχει όνομα: κανείς δεν μπορεί να συναγωνιστεί το πνεύμα, τις ιδέες, την πέννα του. Ομως ταυτόχρονα έχει και φήμη: αλκοολικός, τζογαδόρος, αυτοκαταστροφικός. Αν δεν δαμάσει τους εθισμούς και τους δαίμονές του, δεν ολοκληρώνει κανένα πρότζεκτ του. Για αυτό κι ο Γουέλς τον απομονώνει. Στο κρεβάτι, μακριά από κόσμο, μακριά από τους πειρασμούς και το αλκοόλ. Η νοσοκόμα θα τον φροντίζει, η γραμματέας θα δακτυλογραφεί, ο επιστάτης θα τον πιέζει να πετύχει το deadline του. Το σενάριο του «Πολίτη Κέιν» πρέπει να τελειώσει σε 60 μέρες.

Μόνο που δεν πρόκειται για μία φιξιόν ιστορία. Ο Μανκ γνώριζε προσωπικά τον Γουίλιαμ Ράντολφ Χερστ, τον μεγαλοεκδότη και βαρώνο των μίντια της εποχής, πάνω στον οποίο σκιαγράφησε και τον χαρακτήρα του Τσαρλς Φόστερ Κέιν. Οπως είχε (πλατωνικά, αλλά βαθιά συναισθηματικά), συνδεθεί και με την Μάριον Ντέιβις, την στάρλετ του βωβού σινεμά κι ερωμένη του μεγαλοεπιχειρηματία, ο οποίος για χάρη της είχε χτίσει ένα παλάτι με τεράστιους κήπους και άγρια ζώα. Η κατασκευή αυτού του σεναρίου θα είναι επίπονη – όσο αναρρώνουν τα κόκκαλά του στο κρεβάτι, ο Μανκ θα προσπαθεί να κολλήσει και τη ραχοκοκκαλιά του διαλυμένου, ξεβρασμένου από τη βιομηχανία εαυτού του. Επιστρέφοντας στο παρελθόν και συντάσσοντας μία σχεδόν εκδικητική ιστορία, που θα αποκαλύπτει αλήθειες – για τον αδίστακτο κόσμο του στουντιακού Χόλιγουντ, την πολιτική παντοκρατορία των μέσων ενημέρωσης, την πλάνη του αμερικανικού ονείρου. Εξήντα μέρες μετά, ο Γουέλς θα έχει στα χέρια του χρυσάφι (διαβόητα, το σενάριο του Μάνκιεβιτς ήταν και το μόνο Οσκαρ του «Πολίτη Κέιν»). Ομως όλο αυτό, δε θα συμβεί χωρίς τίμημα.

Oλοι γνωρίζουν το όνομα και το έργο του Ορσον Γουέλς. Πόσοι όμως γνωρίζουν το όνομα και το έργο του Χέρμαν Τζ. Μάνκιεβιτς; Και ποιον ενδιαφέρει να ρίξει τον προβολέα σ' έναν άγνωστο καλλιτέχνη και το παρασκήνιο του πρότζεκτ του, ενώ, μέσα από την προσωπική ιστορία θα φωτίσει μία ολόκληρη εποχή κι ένα σύστημα που οι συνέπειές του έχουν ρίζα μέχρι το σήμερα; «Enter: Ντέιβιντ Φίντσερ». Οπως και με το «Social Network», το οποίο δεν ήταν ποτέ απλώς «μια ταινία για την ίδρυση του Fecebook», έτσι και με το «Mank», ο Φίντσερ επιστρέφει στο παρελθόν για να αναλύσει, διεξοδικά και αριστοτεχνικά, το σήμερα.

Βασισμένος στο σενάριο του πατέρα του, Τζακ Φίντσερ (ο οποίος πέθανε το 2003), ο Φίντσερ επιτρέπει στο λόγο να λάμψει (όπως είχε κάνει και με τον Ααρον Σόρκιν), χωρίς φυσικά να κάνει τον οποιοδήποτε συμβιβασμό στην εικόνα. Διαβόητα τελειομανής, ο σκηνοθέτης αναπαράγει την αισθητική, τον τόνο και την εικονογραφία της Αμερικής των 30ς και 40ς, τόσο σε σκηνικά, κοστούμια και design, όσο και στο πόσο έντεχνα o ίδιος χρησιμοποιεί την ψηφιακή τεχνολογία, για να αποτυπώσει την ψευδαίσθηση φιλμ (το κάψιμο του τσιγάρου ως ένδειξη αλλαγής μπομπίνας μοιάζει με υπόκλιση σε μια άλλη εποχή).

Ναι, το πρώτο μέλημα φυσικά κι είναι να αποτίσει φόρο τιμής στον «Πολίτη Κέιν» και τη Χρυσή Εποχή του Χόλιγουντ. Για αυτό και η αστραφτερή ασπρόμαυρη φωτογραφία του DP Ερικ Μέσερσμιντ («Mindhunter»), με το φως να σκάει αλαβάστρινο πάνω σε ό,τι αγγίζει η χολιγουντιανή πλάνη (ανθρώπους, σκηνικά, πλούτο) και να καίγεται όταν μπαίνει από τα παράθυρα της παρακμιακής πραγματικότητας. Για αυτό και η μη-γραμμική (αλλά με συνεχή φλάσμπακς) αφήγηση, όπως ακριβώς γράφτηκε και το σενάριο του έπους του Ορσον Γουέλς. Για αυτό και οι σκηνές-αναφοράς που κλείνουν το μάτι – το κοντινό σ' ένα μπουκάλι που σπάει, το πλάνα από το ταβάνι και με βάθος πεδίου στο τραπέζι του δείπνου (στον «Πολίτη Κέιν» ήταν στο τραπέζι του πρωινού), ή το μοντάζ των εκλογικών αποτελεσμάτων.

Ομως η ματιά του Φίντσερ δεν πέφτει νοσταλγικά στο παρελθόν. Το μεγαλύτερο επίτευγμά του είναι ότι κοιτά πίσω από τα προφανή, για να κάνει ένα σχόλιο για το παρόν. Πίσω από τον Ορσον Γουέλς, υπήρξε ο Μανκ. Πίσω από την ατημέλητη, αξύριστη, αχτένιστη φιγούρα του «μεθύστακα γελωτοποιού» των dinner parties, ένας βαθιά σοβαρός, ταλαντούχος, με κοινωνική και πολιτική ενσυναίσθηση καλλλιτέχνης. Αντιθέτως, πίσω από τις εμβληματικές φιγούρες των μεγαλοπαραγωγών που έδωσαν τα ονόματά τους στα στούντιο, αδίστακτοι καιροσκόποι επιχειρηματίες (η σκηνή που ο Λούις Μπ. Μέγιερ κάνει μείωση μισθών στους υπαλλήλους της MGM, προφασιζόμενος το οικονομικό Κραχ, χτυπά νεύρο). Πίσω από την μαγεία των ταινιών, μία βιομηχανία («τους πουλάμε κάτι που δεν τους ανήκει – εκείνοι κρατούν τις αναμνήσεις μιας ταινίας, εμείς τις μετοχές της»). Πίσω από την επίφαση της πληροφορίας των μέσων ενημέρωσης, η πολιτική εξουσία (να διαμορφώνει συλλογική συνείδηση). Πίσω από τη συνεργασία Χόλιγουντ και εφημερίδων, η προπαγάνδα (υπεύθυνη για τα εκλογικά αποτελέσματα).

Κι ίσως το κάνει διακριτικά, αλλά είναι κι αυτό το σχόλιο παρόν: πίσω από τους άντρες, γυναίκες. Η νεαρή βρετανίδα γραμματέας (η πρώτη φορά που μάς αρέσει η Λίλι Κόλινς στο σινεμά) δεν είναι η τυπική κοπελίτσα που ξέρει στενογραφία και περιμένει βουβά των αρραβωνιάρη από το μέτωπο. Εχει άποψη, τσαγανό, θυμό, αξιοπρέπεια. Η σύζυγος του Μανκ, παρά το παρατσούκλι της «Φτωχής Σάρα», δεν είναι η στωική γυναικούλα που μεγαλώνει τα παιδιά. Είναι η μόνη που τον βάζει στη θέση του. Η πλατινέ χολιγουντιανή στάρλετ (τα μεγάλα εκφραστικά μάτια της Αμάντα Σίφριντ πετάνε σπίθες ή γυαλίζουν μελαγχολικά σε μια ερμηνεία που θα άξιζε μια υποψηφιότητα στο Β Γυναικείο) είναι πολύ πιο έξυπνη από όσο την μεγάλωνε η μαμά της για να την πουλήσει σ' έναν πλούσιο. Και η ίδια, και η παρέα των υπόλοιπων φιλενάδων της σε μια σκηνή πάρτι, είναι οι μόνες που αναλύουν εύστοχα την πολιτική επικαιρότητα και την ανησυχία τους για την άνοδο του Χίτλερ, όσο οι ξερόλες άντρες τους δεν ανησυχούν. Μπορεί να τους δίνει μόνο μία ατάκα, αλλά ο Φίντσερ έχει προσέξει όλους τους γυναικείους ρόλους.

Οπώς κι έχει συλλάβει υπέροχα και τις ερμηνείες όλων των δευτεροχαρακτήρων: από τον Τομ Μπερκ που έχει ελάχιστες στιγμές για να μάς δείξει την larger-than-life (τόσο σε γοητεία, όσο και σε θυμό) περσόνα του Ορσον Γουέλς και τον Αρλις Χάουαρντ που ερμηνεύει εύστοχα τον μεγαλομανή Μέγιερ σαν κομπλεξικό νεόπλουτο, μέχρι την αριστοκρατική, παγερή φιγούρα του πάντα στιβαρού Τσαρλς Ντανς που αναλαμβάνει το ρόλο του Χερστ, όλοι λάμπουν στο φακό του Φίντσερ.

Αλλά, φυσικά, δεν υπάρχει αμφιβολία για το ποιος κλέβει την παράσταση. Ο Γκάρι Ολντμαν είναι σίγουρο ότι θα διεκδικήσει (και πιθανότατα θα πάρει) άλλο ένα Οσκαρ Α' Ανδρικού ρόλου. Οπως ο Μανκ προκαλούσε την έκπληξη στα πηγαδάκια των αστών (τον είχαν στο μυαλό τους ως τον αλκοολικό παλιάτσο, αλλά εκείνος μέσα στα καυστικά παραμιλητά του έλεγε τις πιο ευαίσθητες αλήθειες), έτσι κι ο Ολντμαν ξαφνιάζει. Παραπατά, τρικλίζοντας, ζέχνοντας αλκοόλ και αφιλτράριστες χοντράδες στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, αλλά δεν παραμένει ποτέ σε ένα μονοδιάστατο σχήμα. Μανιώδης ενέργεια, φαφλατάδικο μπραβάντο, πικρό χιούμορ. Ομως πάντα όλα ζυγίζονται, επισκιάζονται κι αποκτούν βάθος από μια αδιόρατη θλίψη στα μάτια του. Στην κυρτή του φιγούρα. Στην ήττα του.

Κι αυτή η θλίψη είναι που αφηγείται αυτό που θέλει ο Φίντσερ να πει – πέρα από την ιστορία του Χερστ, το making of του «Πολίτη Κέιν», το ερωτικό γράμμα στο σινεμά. Ναι, ο Μάνκιεβιτς αποκάλυψε πολύ μεγάλες αλήθειες για τα βρώμικα χέρια που έχτισαν την αμερικανική οικονομική και πολιτική αυτοκρατορία, για τη βαριά σκιά που ρίχνει το Hollywood sign πίσω του. Ομως εκατό χρόνια μετά συνεχίζουμε να έχουμε Χάρβεϊ Γουάινστιν(ς), Ρούπερτ Μέρντοκ(ς), Ντόναλντ Τραμπ(ς). Οι ταινίες συνεχίζουν να είναι πρώτα από όλα εμπόρευμα. Κι αν η δύναμη μετακινείται από τα στούντιο στις πλατφόρμες, αν το Netflix (πόσο ειρωνικό) είναι η σημερινή MGM, μόνο τα ονόματα στις επιγραφές αλλάζουν. Οι καλλιτέχνες είναι αναλώσιμοι.

Ο Μανκ του είναι ένα σύμβολο. Ενός ανθρώπου που έμπαινε με την αλήθεια του στο σύστημα, όπως ένας ταύρος σε υαλοπωλείο. Ενός ανθρώπου γεμάτου ατέλειες που τον υπέσκαψαν. Γιατί ο κόσμος μας δεν συγχωρεί την αδυναμία. Και το σύστημα πάντα νικάει. Στο τέλος, σκοτώνουν τον ταύρο. Πέθανε 55 χρονών από επιπλοκές του αλκοολισμού. Κι επειδή η ζωή είναι ακόμα πιο σκληρή, υποπτευόμαστε ότι δεν ξεψύχησε με κάποιο Rosebud στα χείλη. Ναι, ο Μάνκιεβιτς κέρδισε ένα Οσκαρ. Αλλά δεν τον θυμάται κανείς.