Σε μια ταινία - μια μεγάλη, διεθνή παραγωγή με γυρίσματα στην Ελλάδα και καστ και συνεργείο κατά πλειοψηφία ελληνικό - η οποία καταπιάνεται με τη ζωή, το έργο και τη σημασία του Αγίου Νεκταρίου, του κληρικού και μοναχού που αγιοποιήθηκε μετά θάνατον και η οποία εξ αρχής τον αντιμετωπίζει ως θαυματουργό και χρηματοδοτείται από τη Μονή Βατοπεδίου, δεν έχει νόημα ν' αναζητήσει κανείς αλήθειες, αμφισβητήσεις, του ίδιου και των πλησίον του, έρευνες, μια σε βάθος αναζήτηση της γαλήνης και του βάρους της Πίστης. Αρκεί, λοιπόν, ν' αναζητήσει εάν το πρόσωπο του Αγίου τιμάται, εάν η ταινία έχει σκηνοθετική δύναμη, εάν αποκτά ενδιαφέρον για τους θεατές που δεν ασπάζονται το πίστευε και μη ερεύνα.

Το φιλμ είναι ένα οδοιπορικό στη ζωή και την προσφορά του Αγίου Νεκταρίου: αφετηρία στα χρόνια του ως Επισκόπου Πενταπόλεως, περιφρονημένου από τους κληρικούς της Αλεξάνδρειας, από τη μια προκειμένου να μην γίνει ποτέ Πατριάρχης, από την άλλη επειδή ήταν φιλόπτωχος, φιλάνθρωπος και φιλάραβας. Κατάληξη, μετά το πέρασμά του από την Αθήνα και την Εύβοια, στην Αίγινα, στη μονή γυναικών που έχτισε με τα χέρια του, εκεί όπου άφησε την τελευταία πνοή του, ακόμα κατηγορούμενος (αυτή τη φορά για ανηθικότητα προς τις μοναχές) και μαζί αγαπητός, λαοφιλής.

Η αρετή της ταινίας είναι ότι η Σέρβα σκηνοθέτης, Γελένα Πόποβιτς, αντιμετωπίζει τον ήρωά της με μια σεμνότητα, δεν είναι υπερφίαλη, δεν είναι μεγαλομανής. Είναι απλώς εντελώς μονοδιάστατη και ιδιαίτερα κακοπαιγμένη. Υπάρχει λόγος γι’ αυτό: όλοι οι ηθοποιοί μιλούν στ’ αγγλικά, προφανώς για να γίνει πιο ευπώλητο το φιλμ στο εξωτερικό, οι περισσότεροι σε επίπεδο κάτω του Lower, με αποτέλεσμα και να μην μπορούν να ερμηνεύσουν, αλλά και να χρειάζονται, έτσι κι αλλιώς, υπότιτλους για το διεθνές κοινό. Κι αν ο Μίκι Ρουρκ είναι ο μόνος αυθεντικός αγγλόφωνος, η άρθρωσή του είναι από μόνη της δυσνόητη. Μαζί με κάποιους ηθοποιούς με μεγαλύτερη άνεση στη γλώσσα, όπως ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, η Τόνια Σωτηροπούλου, ο Χρήστος Λούλης (με μια από τις ελάχιστες σκηνές ενδιαφέρουσας έντασης της ταινίας), ο Αρης Σερβετάλης διασώζεται οριακά, χάρη στο εκφραστικό του βλέμμα και μια, λες, εκ των έσω αγνότητα που γεμίζει τις σκηνές του.

Οσο απλή, λιτή ήταν η ζωή του Αγίου Νεκταρίου, τόσο η ταινία είναι φορτωμένη «εμπορικά αβαντάζ» – εκτός από το καστ, η γοητευτική όσο και generic μουσική του Ζμπίγκνιεφ Πράισνερ, η φωνή της Λίσα Γκέραρντ, το σκηνογραφικό κι ενδυματολογικό σε μια πιστή απόδοση της εποχής και της κληρικής ή μοναστικής ζωής, αν εξαιρέσεις ότι όλοι, πάντα, είναι πεντακάθαροι και σιδερωμένοι, η φωτογραφία σε επίμονα αποχρωματισμένους, «σεβάσμιους» τόνους. Η κάμερα διστακτική να πλησιάσει κοντά το πρόσωπο του Αγίου, η σκηνοθετική προσέγγιση διττή: περιγραφική, σταθερή όταν αποτυπώνει τη δράση, σε μια ανεξήγητη «έξαρση» με την κάμερα στο χέρι να γυρνοβολάει, όταν ακούμε τους εσωτερικούς μονολόγους του Αγίου.

Παρότι η Πόποβιτς, που υπογράφει και το σενάριο, δεν διστάζει να αγγίξει το θέμα της διαφθοράς της Εκκλησίας, ή την προαιώνια σύγκρουση της Λογικής και της Πίστης, μένει στην αναφορά τους και μόνο, δεν ενδιαφέρεται να εμβαθύνει και ν' αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της σκέψης. Εκείνο, λοιπόν, που απομένει είναι μια ταινία μονοδιάστατη, γκρίζα και απαθής, για ένα θέμα πολυδιάστατο, εκρηκτικό και γεμάτο πάθος.