Το όνομα του Τζέιμς Γουάν είναι συνυφασμένο με το σινεμά τρόμου κι αν για κάτι δεν μπορεί να τον κατηγορήσει κάποιος είναι ότι δεν του αρέσει να πειραματίζεται πάνω σε αυτό. Από torture porn και σατανικές κούκλες μέχρι στοιχειωμένα σπίτια και δαιμονισμούς, ο Γουάν έχει χτίσει την καριέρα και το όνομά του πάνω στον τρόμο δίνοντάς μας μερικές από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων ετών, έχοντας παράλληλα δημιουργήσει τουλάχιστον δύο από τα πιο πετυχημένα franchises στο είδος αυτό («Saw» και «Insidious»), με τον ίδιο να προσπαθεί πάντα να βρίσκει καινούργιους τρόπους για να επαναπροσδιορίσει την σκηνοθετική του ματιά.
Μέσα σε αυτή την λογική έρχεται και η νέα ταινία του «Η Ενσάρκωση του Κακού». Τοποθετημένη ανάμεσα στα δυο μπλοκμπαστερικά «Aquaman», αφήνει στην άκρη τα κλασικά jump scares για να αποτελέσει έναν φόρο τιμής στις κλασικές ταινίες του ιταλικού giallo και τα θρίλερ του Μπράιαν ντε Πάλμα.
Η υπόθεση της ταινίας μοιάζει να ξεφεύγει από όλα όσα έχει κάνει ο Γουάν στο παρελθόν και η αλήθεια είναι πως όσα λιγότερα γνωρίζετε γι’ αυτήν τόσο το καλύτερο. Η Μάντισον παραλύει όταν βλέπει σοκαριστικά οράματα με φρικτές δολοφονίες. Το μαρτύριό της χειροτερεύει όταν ανακαλύπτει ότι οι εφιάλτες της είναι απλά τρομακτικές αλήθειες. Εξάλλου μέσα στην πρώτη μισή ώρα της ταινίας ο Γουάν παίζει με διάφορα είδη τρόμου, παραπλανώντας τον θεατή για το ακριβώς πρόκειται να συμβεί. Κι όταν σιγά σιγά αποκρυσταλλώνει την giallo αισθητική του, ο Γουάν αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο για να δώσει μια από τις πιο καλύτερες, τουλάχιστον οπτικά, ταινίες τρόμου της καριέρας του.
Η ταινία είναι γεμάτη από εικόνες οι οποίες αντανακλούν το έργο σκηνοθετών του ιταλικού τρόμου, όπως του Ντάριο Αρτζέντο και του Μάριο Μπάβα, με έντονους φωτισμούς, έντονο κόκκινο σε αρκετά καρέ της, και με ένα εξαντρίκ στυλιζάρισμα που δίνει στο χώρο και τις σκηνές του μια πιο γκροτέσκα αισθητική, με το gore και το αίμα να ρέει σε γερές δόσεις – εξάλλου εδώ τα θύματα δεν δολοφονούνται απλά, αλλά κατακρεουργούνται.
Ο Γουάν, όμως, δεν θέλει απλά να κάνει μια νέα giallo ταινία. Με δόσεις ψυχολογικού θρίλερ, monster movie και αναφορές στο μύθο των serial killerς, συνδυάζει όλα τα συστατικά που έχει στη διάθεσή του με το δικό του απαράμιλλο στιλ, με τους χαμηλούς φωτισμούς, το παιχνίδι των σκιών αλλά και τις άβολες ήσυχες στιγμές για να δημιουργήσει μια τρομαχτική και ταυτόχρονα απόκοσμη ατμόσφαιρα, με δική της τελικά αυτότητα.
Ακόμα και οι χαρακτήρες του, ένας δολοφόνος ντυμένος με μαύρο δερμάτινο παλτό και γάντια, με το πρόσωπό να καλύπτεται από τα μαύρα του μακριά μαλλιά, μια πρωταγωνίστρια η οποία θυμίζει εμφανισιακά αρκετές από εκείνες του Αρτζέντο και η οποία παρασύρεται άθελά της σε μια σειρά από βίαιες δολοφονίες, μέχρι που ανακαλύπτει την σύνδεσή της με όλα αυτά, αλλά κι έναν ντετέκτιβ ο οποίος προσπαθεί να λύσει την υπόθεση, όλοι δείχνουν βγαλμένοι από μια άλλη πιο δεκτική στον τρόμο δεκαετία.
Το ίδιο δεν θα μπορούσαμε να πούμε και για το σενάριο του φιλμ, το οποίο χάνεται μέσα αδιάφορα κλισέ και σεναριακές τρύπες, με μια κεντρική πλοκή η οποία μέχρι το τέλος μοιάζει να μην έχει καμία λογική ξεφεύγοντας στην δίνη του παράλογου και του ανούσια περίπλοκου, κάτι που σίγουρα θα διχάσει αρκετούς.
Αλλά αυτό δεν φαίνεται να ενδιαφέρει και τόσο τον Γουάν ο οποίος χρησιμοποιεί το σενάριο μόνο ως ένα εργαλείο για να δώσει ένα φινάλε τόσο εξωφρενικό το οποίο μόνο αυτός θα είχε την αυτοπεποίθηση, την γνώση και, ναι, την τρέλα για να γυρίσει.