Ακόμη κι αν πέρσι δεν είχαμε δει το «Tar» του Τοντ Φίλιπς, - στο οποίο η ηρωίδα του, η διάσημη διευθύντρια ορχήστρας Λίντια Ταρ, έμαθε ό,τι ήξερε χάρη στον Λέοναρντ Μπερνστάιν-, μια σπουδαία ταινία για την αγωνία και την έκσταση της δημιουργίας και τους δαίμονες των μεγαλύτερων της ζωής ηρώων, και πάλι φέτος το «Maestro» του Μπράντλεϊ Κούπερ θα έμοιαζε κούφιο και επιφανειακό.
Το πρόβλημα αναγνωρίζεται ήδη στο σημείο εκκίνησης: Ο Κούπερ, θαυμαστής του Μπερνστάιν από νεαρή ηλικία, βυθίστηκε στον κόσμο του συνθέτη και μαέστρου για να χτίσει το πορτρέτο του, κι όλη του η έρευνα τον οδήγησε να ανακαλύψει σύμφωνα με τις δικές του δηλώσεις, πως το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της προσωπικότητας και της ζωής του, ήταν η σχέση του με την γυναίκα του, Φελίσια.
Στην πραγματικότητα, όχι. Και πάλι όχι. Ναι, ο Μπερνστάιν υπήρξε εραστής ανδρών και γυναικών (μετρώντας τους στην ταινία μάλλον περισσότερων ανδρών απ’ ότι γυναικών), αλλά η ιστορία, του, η παρακαταθήκη του, οι αγωνίες του, οι θρίαμβοι του, πιθανότατα δεν μπορούν να αναλυθούν υπό το πρίσμα μιας βαθιάς μεν, αλλά προβληματικής αγάπης και σχέσης. Στο «Maestro», οι οικογενειακές αναταραχές, οι αντιδράσεις και οι υποχωρήσεις της Φελίσια, οι παροδικοί ή πιο μόνιμοι εραστές του Μπερνστάιν είναι στο κέντρο της αφήγησης, όλα τα υπόλοιπα αποτελούν απλά μέρος τους σκηνικού.
Αν ο στόχος του Κούπερ ήταν να χτίσει ένα οικογενειακό δράμα για μια σχέση που στην εποχή της ίσως έμοιαζε αντισυμβατική μα που σήμερα δείχνει μάλλον την αδυναμία των μερών της να αποδεχθούν απόλυτα την πραγματικότητα, πιθανότατα το «Maestro» να είναι μια πετυχημένη ταινία, αλλά τότε είναι σίγουρα μια μονοδιάστατη, εύκολη, αδιάφορη ταινία. Αν, πάλι, η φιλοδοξία του ήταν να χτίσει ένα σύνθετο πορτρέτο μιας μουσικής ιδιοφυΐας κι ενός πολύπλοκου ανθρώπου, τότε αναμφίβολα αποτυγχάνει παταγωδώς.
Η επιφάνεια είναι γυαλιστερή, τα σκηνικά και τα κοστούμια εξαιρετικά, η ανασύσταση της εποχής μελετημένη, και η ερμηνεία της Κάρεϊ Μάλιγκαν όπως περιμένεις, σταθερά αποτελεσματική. Οσο για τον Μπράντλεϊ Κούπερ, ακροβατεί μεταξύ στιγμών στις οποίες σε πείθει για την νευρική ενέργεια του Μπερνστάιν κι άλλες στις οποίες δεν μπορείς να δεις πέρα από την (προσθετική) μύτη του και τους μανιερισμούς του.
Εν τέλει, είναι σαφές πως το «Maestro» είναι ένα ξεκάθαρο Oscars bait, ένα δόλωμα για βραβεία, αλλά δυστυχώς παρά το εξαιρετικό περιτύλιγμα και τις πιθανότατα καλές προθέσεις, το αποτέλεσμα δεν διαθέτει τίποτα από τον αντίκτυπο και την ηχώ ενός μεγάλου φιλμ.