Η Μάγδα βρίσκεται σε διάσταση με τον καθηγητή Φιλοσοφίας σύζυγό της και έχει πρόσφατα απολυθεί από τη δουλειά της ως δασκάλα δημοτικού όταν μαθαίνει τα νέα: πάσχει από καρκίνο του μαστού και χρειάζεται να υποστεί θεραπείες και μαστεκτομή. Στέλνει το μικρό της γιο διακοπές για να μην τον τρομάξει και περνάει ένα καλοκαίρι μόνη της, παλεύοντας με την αρρώστια. Ή, μάλλον, σχεδόν μόνη της: η συμπαράσταση που εκείνη δείχνει σ' έναν άγνωστο μετά το δυστύχημα που του στερεί τη γυναίκα και την μικρή του κόρη, επιστρέφει για να τη στηρίξει και να τη ζεστάνει. Ο χήρος Αρτούρο στέκεται στο πλευρό της κι αυτός ο ισχυρός δεσμός που θα αναπτυχθεί από την απώλεια και το δράμα θα φέρει ανατροπές στη ζωή τους. Ομως, η τραγωδία δεν ξεχνά αυτή τη νέα εναλλακτική οικογένεια. Η Μάγδα θα πρέπει να παλέψει για να κάνει ένα όνειρό της πραγματικότητα: αυτό της μαμάς.

Ο Χούλιο Μέντεμ δεν είναι ξένος με το μελόδραμα, ενώ η υπογραφή του ήταν πάντα το φορμαλιστικό σινεμά. Μόνο που μοιάζει να έχει δύο καριέρες: τις πρώτες του ταινίες («Kόκκινος Σκίουρος», «Γη», «Αγελάδες», «Οι Εραστές του Αρκτικού Κύκλου») που έφεραν τομή με το αφηγηματικό και σκηνοθετικό τους στιλ και τις μεταγενέστερες («Το Σεξ και η Λουτσία», «Χαοτική Αννα», «Δωμάτιο στη Ρώμη») που ακροβατούν ανάμεσα στο άνισο και το πολύ κακό αποτέλεσμα. Τα τελευταία χρόνια ειδικά, η έμπνευσή του, οι επιλογές του, η τόλμη του (σεναριακά και σκηνοθετικά) μοιάζουν να φλερτάρουν με το γελοίο.

Το «Ma Ma», τίτλος λογοπαίγνιο ανάμεσα στον ανώτερο ρόλο αλλά και το σύμβολο της γυναικείας φύσης (στα ισπανικά σημαίνει «μαμά» αλλά και «στήθος»), θέλει ξεκάθαρα και με τις καλύτερες προθέσεις να υμνήσει τη Γυναίκα - τη φύση της, την οικογενειακή προσφορά της, την κοινωνική συμβολή της, την ικανότητά της να δίνει αμέριστη αγάπη. Η Μάγδα λούζεται εξ αρχής με ένα κάτασπρο φως και γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι το ρεαλιστικό των νοσοκομείων: είναι το φως της αθωότητας και της καθαρότητας της ύπαρξής της. Είναι αγία. Στηρίζει έναν άγνωστο στις πιο δύσκολες ώρες του, δεν αναζητά καμία βοήθεια από τους γύρω της για να μην τους χαλάσει το καλοκαίρι, παλεύει μόνη της, συγχωρεί όσους την αδίκησαν και στο τέλος κάνει την υπέρτατη θυσία.

Στο πλευρό της έχει αρχετυπικά σύμβολα αρσενικών: τον γιατρό/αδελφό, τον σύζυγο/προδότη, τον ευγνώμωνα εραστή, τον τρομαγμένο/θυμωμένο γιο. Ολοι αντλούν (κι έχουν ανάγκη) από αυτό το Φως. Κι εκείνη είναι περισσότερο ιδέα, η αγάπη η ίδια. Μαμά όλων των παιδιών του κόσμου - ακόμα κι ενός κοριτσιού που έχει γεννηθεί μίλια μακριά και περιμένει παραπονεμένο να το υιοθετήσουν.

Η κεντρική επιλογή του Μέντεμ είναι να γυρίσει την ταινία ως στυλιζαρισμένη σαπουνόπερα με (τα σήμα-κατατεθέν του σινεμά του) στοιχεία μαγικού ρεαλισμού - και μέχρι ένα σημείο αυτό μοιάζει λειτουργεί. Μέχρι που η υπερβολή ξεπερνά κάθε όριο, και η λεπτή γραμμή ανάμεσα στη φόρμα του μελό και το αμετροεπές tear jerker διαταράσσεται. Ο Μέντεμ έχει εικόνες και μεγάλες ιδέες. Υπάρχουν στιγμές, εικόνες, σεκάνς που καταλαβαίνεις ότι είχε κάτι μεγαλειώδες στο μυαλό του. Κι άλλες που στοιχεία παραλογισμού, γραφικότητας, ή μιούζικαλ διαλείμματα πετούν το θεατή εκτός κάδρου.

Αυτό που σώζει το τελικό αποτέλεσμα (αν σώζεται) είναι οι ηθοποιοί του. Από τον γυναικολόγο-τραγουδιστή που ερμηνεύει με γλυκύτητα ο Aσιέρ Εξτένδια («Ματωμένος Γάμος») μέχρι τον πάντα στιβαρό Λουίς Τοσάρ («Δευτέρες με Λιακάδα»), οι πρωταγωνιστές προσδίδουν ανθρωπιά στη φόρμα και γήινη υπόσταση στην υπερβολή.

Πάνω από όλα όμως, στην καλύτερη ερμηνεία της μετά τις ταινίες του Αλμοδόβαρ, η πρωταγωνίστρια και παραγωγός Πενέλοπε Κρουζ έρχεται να σώσει τη μέρα. Με αυτοπεποίθηση, τόλμη και προσοχή σε δεκάδες μικρές λεπτομέρειες, εκφραστικότητα κι ευνσυναίσθηση, η Κρουζ αποδεικνύει ότι έχει ωριμάσει και διαθέτει πλέον τη στόφα που της επιτρέπει να πάει τους ρόλους της σε βάθος. Ακόμα και μια-δυο ατυχείς σκηνές της που ξεφεύγουν στην παραφωνία και την υστερία, μοιάζουν με (λανθασμένη) σκηνοθετική οδηγία. Η ίδια λάμπει περισσότερο στις μικρές της, εξαιρετικά δουλεμένες στιγμές.

Αν ο Μέντεμ κατέβαζε λίγο τους τόνους και μετρίαζε κάπως τη χαοτική του τρικυμία, ίσως να επικοινωνούσε περισσότερο με την καρδιά του θεατή. Τώρα, όσο κι αν εκβιάζει ξεδιάντροπα τη συγκίνηση (και το μουσικό σκορ του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας να μην αφήνει καμία άλλη επιλογή, έτσι όπως υπογραμμίζει το δράμα) σε έχει πετάξει έξω - να κοιτάς πίσω από το τζάμι της εντατικής, σε μία αποστειρωμένη θερμοκοιτίδα.