1891, Αρλ, Νότια Γαλλία. Ενας χρόνος έχει περάσει από το θάνατο του ζωγράφου Βίνσεντ Βαν Γκογκ κι ο νεαρός Αρμάν, γιος του τοπικού ταχυδρόμου, αναλαμβάνει, αρχικά βαριεστημένα, να παραδώσει μία τελευταία επιστολή που είχε γράψει ο ψυχικά διαταραγμένος καλλιτέχνης στον αδελφό του, Θίο. Οταν πληροφορείται ότι κι ο Θίο πέθανε λίγο καιρό μετά το χαμό του αδελφού του, ο Αρμάν ακολουθεί το νήμα των πληροφοριών που τον οδηγεί στην Οβέρ-συρ-Ουάζ, την μικρή επαρχιακή πόλη που αυτοκτόνησε ο Βαν Γκογκ. Μιλώντας με τους κατοίκους που τον γνώριζαν, από την κόρη του πανδοχέα και τον γιατρό που είχε αναλάβει την ψυχιατρική του υποστήριξη, μέχρι τον βαρκάρη στο ποτάμι που ο Βαν Γκογκ ζωγράφιζε καθημερινά, μία ανατροπή των γεγονότων υποψιάζει ότι δεν ήταν αυτοκτονία. Ο Βαν Γκογκ πυροβολήθηκε από ένα μεθυσμένο πλουσιόπαιδο, αλλά πήρε το μυστικό μαζί του. Ποια είναι η αλήθεια;
«Ο μόνη αλήθεια του καλλιτέχνη είναι τα έργα του» είχε πει ο ίδιος ο ζωγράφος κι αυτό φαίνεται πώς αποφάσισαν να αποδείξουν έμπρακτα οι σκηνοθέτες Ντορότα Κομπιέλα και Χιου Γουέλτσμαν, κατασκευάζοντας μία ταινία... ζωγραφισμένη στο χέρι. Κυριολεκτικά. 125 ζωγράφοι (20 από αυτούς Ελληνες) και 120 διάσημοι πίνακες του Βαν Γκογκ χρησιμοποιήθηκαν ως πάτημα για να κατασκευαστούν 12 ελαιογραφίες ανά δευτερόλεπτο (μία ώρα από την ταινία ισούται με 43.200 κάδρα, σύνολο 64.500 ζωγραφισμένα καρέ στο χέρι) στους διαμορφωμένους χώρους της BreakThru Productions στην Πολωνία αλλά και στα στούντιο της Studio Bauhaus στο Κορωπί.
Ηθοποιοί όπως οι Σίρσα Ρόναν, Ντάγκλας Μπουθ, Κρις Ο Ντάουντ, Τζερόμ Φλιν (ναι, ο Μπρον του «Game of Thrones») γύρισαν τις σκηνές τους σε live action και μετά, με την τεχνική του Rotoscope computer animation (όπως το «Waltz with Bashir» του Αρι Φόλμαν), είδαν τους εαυτούς τους να μεταμορφώνονται στα διάσημα πορτρέτα του Βαν Γκογκ. Πορτρέτα που δεν στέκονται ακίνητα και μυστηριώδη πλέον: μάς αφηγούνται την καταγωγή τους, την ιστορία τους, τη σχέση τους με τον ιδιόρρυθμο βασανισμένο ζωγράφο.
Το αποτέλεσμα είναι υπνωτικό, εντυπωσιακό και αξιοθαύμαστο. Υπάρχει κάτι ιδιαίτερο στις σήμα-κατατεθέν πινελιές του Βαν Γκογκ, στην ζωντάνια και τη δύναμη της κίνησής τους, στα έντονα, ζεστά του χρώματα. Ετσι κι αλλιώς η επαφή με έναν πίνακά του παίζει με το μυαλό σου - ο τρόπος που έβλεπε τον ουρανό, τα αστέρια, τα πουλιά, τα λουλούδια, τα σιτοχώραφα, τα βλέμματα έκρυβε κάτι από την ιδιοφυΐα του αλλά και την ψυχεδελική ενέργεια που τον βασάνιζε, τον ξεπερνούσε, τον τρέλαινε. Το να ζωντανεύει (κάτω από το υπέροχο μουσικό σκορ του Κλιν Μανσέλ) ο κόσμος του σε μία κινηματογραφική ταινία μοιάζει με θαύμα.
Το μόνο κακό; Πόσο μπορεί να διατηρηθεί μαγεμένο το βλέμμα σου μπροστά στο θρίαμβο της φόρμας; Είναι δυνατόν να παραμείνει εντυπωσιασμένο επί 94 λεπτά; Ή, αναπόφευκτα, χρειάζεται και ένα αντίστοιχα παλλόμενο σενάριο που θα ακολουθεί την ντετεκτιβική του ιστορία με ένταση, ρυθμό κι ενέργεια που δε θα «κάθεται». Και είναι κρίμα. Η βασισμένη σε 800 επιστολές που αντάλλαξαν οι αγαπημένοι αδελφοί Βαν Γκογκ ιστορία θέτει τις σωστές ερωτήσεις για τον καλλιτέχνη, αλλά και τον άνθρωπο. Αποκαλύπτει και κάτι πιο βαθύ, μελαγχολικό και τρυφερό: πώς ένας ευφυής ζωγράφος, μία αυθεντία, έφυγε από τη ζωή απόλυτα ηττημένος. Θεωρώντας ότι ήταν σκάρτος. Είχε φτιάξει 800 αριστουργήματα και είχε πουλήσει μόνο ένα.
Μακάρι να μπορούσε να δει την κινηματογραφική αντανάκλαση της τέχνης του. Μακάρι να έβλεπε ότι και το σινεμά θα τέντωνε τα όριά του σε μία ιμπρεσιονιστική υπόκλιση. Μακάρι να ένιωθε με έναν τρόπο ότι υπήρξε και υπάρχει μέσα στους αιώνες, αγαπημένος.