Μία επίδοξη νεαρή σεφ (Εμα Ρόμπερτς) επιστρέφει από το Λονδίνο στην γενέτειρά της, την γειτονιά της «Μικρής Ιταλίας» του Τορόντο, για να ανανεώσει την Visa της πριν το επόμενο μεγάλο επαγγελματικό της βήμα. Εκεί, ξανασυναντά και θυμάται εκ νέου το φλερτ της με τον παιδικό της φίλο Λίο (Χέιντεν Κρίστενσεν), έναν μάγειρα ειδικό στην πίτσα, με όνειρο να φτιάξει το δικό του εστιατόριο. Μόνο που φυσικά οι γονείς τους έχουν ανταγωνιστικά εστιατόρια το ένα ακριβώς δίπλα στο άλλο και είναι θανάσιμοι εχθροί, χωρίς κανείς από τους δυο τους να έχει αποκαλύψει ποτέ τον λόγο. Η υπόθεση μυρίζει έρωτα, μπαρούτι και μπόλικη, γευστική πίτσα, σωστά;

Λάθος, γιατί δεν υπάρχει τίποτα – μα τίποτα – που να μην είναι τρομακτικά οικείο στον «Ερωτα αλά Ιταλικά». Κάθε αφηγηματική απόφαση, κάθε «ανατροπή» στην εξέλιξη της ιστορίας, κάθε τροχοπέδη στον έρωτα δύο παιδικών φίλων που ανακαλύπτουν (ή μάλλον αποκαλύπτουν) ότι τρέφουν αισθήματα ο ένας για τον άλλον, μοιάζει να είναι βγαλμένη από την Μεγάλη Βίβλο των κλισέ των ρομαντικών κομεντί.

Και αυτό δε θα έπρεπε να είναι απαραίτητα κακό. Ο Ντόναλντ Πέτρι, δημιουργός με πείρα στο είδος και σκηνοθέτης ταινιών που κατάφεραν να είναι γνήσια διασκεδαστικές μέσα στην ανάλαφρη προβλεψιμότητά τους όπως τα «Miss... με το ζόρι!» και «Πώς να Χωρίσετε σε 10 Μέρες», θα μπορούσε απλά να χρησιμοποιήσει το κάθε δομικό στοιχείο του genre με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδείξει τον λόγο που κατέληξε να είναι κλασικό.

Αλλωστε, όπως ακριβώς δεν μπορείς να κάνεις μια κλασική πίτσα χωρίς σάλτσα ντομάτας και μοτσαρέλα, έτσι δεν μπορεί να υπάρξει και ρομαντική κομεντί χωρίς τα απαραίτητα, αναμενόμενα και σχεδόν επιβαλλόμενα κλισέ. Μόνο που ο Πέτρι σκοντάφτει σχεδόν σε κάθε σημείο της διαδρομής, αναπαράγοντας τους στερεοτυπικούς μηχανισμούς της πλοκής μηχανικά, χωρίς ίχνος ζωής ή έστω μιας αυθεντικής ρομαντικής σπίθας. Ο «Ερωτας αλά Ιταλικά» δεν είναι φρέσκος, αρωματικός και γεμάτος πλούσιες γεύσεις απλά έχει την αίσθηση μιας ξαναζεσταμένης, κατεψυγμένης πίτσας.

Κι αν οι μεταφορές της προηγούμενης παραγράφου μοιάζουν υπερβολικές και κραυγαλέες, αυτό συμβαίνει γιατί ακριβώς έτσι είναι και το σενάριο της ταινίας. Ο Πέτρι δεν χάνει ευκαιρία να επιβάλει στους διαλόγους του ιταλικές λέξεις χωρίς ιδιαίτερο λόγο, να μετατρέψει τους ήρωές του σε καρικατούρες που μοιάζουν βγαλμένες από ταινίες περασμένων δεκαετιών, να βασιστεί στα στερεότυπα και τα ασφαλή, αγενή συμπεράσματα για να προκαλέσει γέλιο εις βάρος των πρωταγωνιστών του.

Σαν μια ακόμα πιο βαρετή παραλλαγή του «Γάμος αλά Ελληνικά» της Νία Βαρντάλος (το οποίο είχε έστω μια συνέπεια στην υπερβολή του τραβώντας την στα άκρα), το φιλμ του Πέτρι απλά αρνείται να εμφανίσει ψυχή, καταλήγοντας απλά σαν μια διαφήμιση της «Μικρής Ιταλίας» του Τορόντο, το οποίο έτσι κι αλλιώς προσέφερε το μεγαλύτερο κομμάτι του προϋπολογισμού της ταινίας, «επεκτείνοντας» για τουριστικούς λόγους ακόμα και τα πραγματικά γεωγραφικά όρια της περιοχής.

Ακόμα και η χημεία ανάμεσα στην Ρόμπερτς και τον Κρίστενσεν αγνοείται σαν το μυστικό της σάλτσας της Nonna Φράνκα της Αντρεα Μάρτιν, η οποία ατυχώς δείχνει να περιορίζεται σε ρόλους μεσογειακών κλισέ, δίνοντας εδώ με την ερμηνεία της δραστήριας γιαγιάς την νοηματική αφηγηματική συνέχεια της ιστορίας της Θείας Βούλας από το «Γάμος αλά Ελληνικά». Θα μπορούσε να πει κανείς στην τελική ότι οι λεπτομέρειες που δένουν τις δύο ταινίες είναι πιο ενδιαφέρουσες από την ίδια την ταινία του Πέτρι, γεγονός που περιγράφει την με τον καλύτερο τρόπο το τελικό αποτέλεσμα.

Ειρωνικά, ο Ντόναλντ Πέτρι είχε ξεκινήσει την κινηματογραφική καριέρα του με το «Mystic Pizza» του 1988, μία ταινία ενηλικίωσης τριών κοριτσιών (ανάμεσά τους και η Τζούλια Ρόμπερτς) που δούλευαν σε μια πιτσαρία του Κονέκτικατ. Μόνο που – σε μια αναλογία που θα εκτιμούσε προφανώς ο σκηνοθέτης – εκείνη η συνταγή είχε χρησιμοποιήσει τα συστατικά της με σαφώς πιο δημιουργικό και γευστικό τρόπο.