Η Μάρα, μια ανύπαντρη μητέρα από την Ρουμανία, έφτασε στην Αμερική με προσωρινή βίζα, αλλά αποσκευές γεμάτες απελπισία κι όνειρα: να ξεφύγει από την αδιέξοδη κρίση της χώρας της, να χτίσει τις βάσεις μιας νέας ζωής και να φέρει και τον μικρό της γιο στη Γη της Επαγγελίας. Δουλεύοντας ως αποκλειστική νοσοκόμα, και λίγο πριν λήξει η άδεια παραμονής της, γνώρισε τον Ντάνιελ, έναν μεσήλικα εργάτη που μετά από σοβαρό ατύχημα χρειάστηκε περίθαλψη. Ο γάμος τους εξυπηρετούσε και τους δύο: κι εκείνη αποκτούσε ασφάλεια για το μέλλον της κι εκείνος περίθαλψη για το δικό του. Εμείς τους συναντάμε κατά τη διάρκεια του κρατικού ελέγχου από το Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής. Αντιμέτωπη με διεφθαρμένους υπαλλήλους, εκβιασμούς, σεξουαλική κακοποίηση κι απόρριψη, η Μάρα αρχίζει να ξυπνάει από το αμερικανικό όνειρο και πρέπει να πάρει αποφάσεις για τη ζωή της.

Η Ιοάνα Ουρικάρου κάνει το σκηνοθετικό της ντεμπούτο, με μια ανατροπή στη θεματική του νέου κύματος του ρουμάνικου κινηματογράφου, που από το 2000 μάς έχει χαρίσει μικρά αριστουργήματα πάνω στη βαθιά διαφθορά της κρατικής μηχανής. Από το «Cigarettes and Coffee» του Κρίστι Πουίου, μέχρι το «Police, Adjective» του Κορνέλιου Πορουνμπόιου και, φυσικά, το «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες, 2 Μέρες» του Κριστιάν Μουντζίου (ο οποίος είναι κι ο παραγωγός της Ουρικάρου στο «Αμερικανικό Ονειρο») η νέα γενιά των Ρουμάνων σκηνοθετών χρησιμοποίησε ένα δικό της βλέμμα στον κοινωνικό ρεαλισμό για να αποτυπώσει όλα όσα αποκάλυψε η ηχηρή πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος για τη χώρα: την διαπλοκή, την ασέλγεια του κράτους και την απόγνωση του πολίτη μέσα στο συλλογικό αδιέξοδο.

Κι αν αυτός ο ίδιος πολίτης έστρεφε το βλέμμα στη Δύση κι επένδυε όλες του τις ελπίδες στο αμερικανικό όνειρο; Αυτό εξετάζει η Ουρικάρου, με μια ταινία που μεταφέρει το κοινωνικοπολιτικό αφήγημα στην Αμερική, απλά για να διαπιστώσει ότι η διαφθορά δεν είναι θέμα γεωγραφίας.

Κάνοντας ενδελεχή έρευνα σε πραγματικές εμπειρίες Ρουμάνων γυναικών που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ, η Ουρικάρου και η συν-σεναριογράφος της Τατιάνα Ιονάσκου, συνθέτουν το πορτρέτο της Μάρα, επιχερώντας μέσα από μία προσωπική ιστορία να σκιαγραφήσουν μία πολύ μεγαλύτερη εικόνα. Η λάμψη της αμερικανικής υπόσχεσης είναι πολύ δυνατή, αλλά αφήνει μια βαριά σκιά. Εκεί όπου η εκμετάλλευση, η ανομία και η κακοποίηση διατηρούν το δικό τους παρακράτος.

Η Ουρικάρου διατηρεί το φορμά των μεγάλων σεκάνς και το ήσυχο, «αθόρυβο» στιλ κινηματογράφησης των ρουμάνων κινηματογραφιστών, σε αντίστιξη με το προκλητικό της θέμα. Η σκηνή της σεξουαλικής κακοποίησης μέσα σ' ένα αυτοκίνητο είναι ένα υπόδειγμα γραφής διαλόγου και σκηνοθετικής ατμόσφαιρας που, από το τίποτα, κλιμακώνεται σε θρίλερ.

Δυστυχώς όμως, η υπόλοιπη ταινία δεν είναι το ίδιο καλογραμμένη. Αντίθετα με το μελετημένα βραδυφλεγές σινεμά του Μουντζίου, (που έχει την ένταση να σε κρατά στην άκρη της καρέκλας σου και μια κοινωνική αλήθεια που σε ισοπεδώνει) ο τρόπος που η Ουρικάρου ανέμπειρα μπουκώνει σε ελάχιστο φλμικό χρόνο όλες τις αντιξοότητες και τις αδικίες που μπορεί να τύχουν σε άνθρωπο, κάνει την ιστορία της Μάρα να μοιάζει με μια σχηματική καταγραφή κλισέ κι όχι μια εφιαλτική πραγματικότητα που σου δίνει κλωτσιά στο στομάχι και σε εξαγριώνει.

Ομως, όπως λένε οι Αμερικανοί (και εκεί στηρίζεται και το λογοπαίγνιο του αυθεντικού τίτλου «Lemonade») «όταν η ζωή σου χαρίσει λεμόνια, φτιάχνεις λεμονάδα». Και το γλυκό στοιχείο στην όξινη ανισορροπία της ταινίας είναι η πρωταγωνίστριά της. Η απέριττη ερμηνεία της Μαλίνα Μανοβίτσι (πρωταγωνίστρια του Μουντζίου και στην «Αποφοίτηση»), που με το τόσο εκφραστικό βλέμμα της προστάζει να μην μπορείς να πάρεις και το δικό σου από πάνω της, κουβαλά το δράμα της Μάρα με αξιοπρέπεια και μία ηλιαχτίδα αισιοδοξίας.