H Λιντιά είναι μία 28χρονη μαία στο σύγχρονο Παρίσι. Kάθε πρωί βάζει το κόκκινο παλτό της, φεύγει από το μικρό της διαμέρισμα, ξεγεννά δεκάδες μωρά άγνωστων γυναικών και γυρίζει κατάκοπη με το απογευματινό λεωφορείο στο σπίτι όπου ζει με τον επί χρόνια σύντροφό της. Εκείνο το απόγευμα που τη συναντάμε, δεν είναι σαν όλα τα άλλα. Επιστρέφει βιαστικά για να ετοιμαστούν για τα γενέθλια της Σαλομέ, της καλύτερης φίλης της, όταν το αγόρι της, τής αποκαλύπτει ότι την απάτησε και την χωρίζει. Λίγο αργότερα, στο πάρτι της, μία ευτυχισμένη Σαλομέ τής εκμυστηρεύεται ότι είναι έγκυος. Η Λιντιά δεν της λέει τίποτα για το δικό της πόνο. Ολα καλά θα πάνε - θα βοηθήσει τη φίλη της να γεννήσει, μ' έναν πόνο, κι όλα θα πάνε καλά. Περνάνε οι μήνες με την Λιντιά να προετοιμάζει τη Σαλομέ να γίνει μητέρα, ν' αλλάξει τη ζωή της, όσο η ίδια περνά ίδιες μέρες, τη μία μετά την άλλη - σπίτι, δουλειά, κούραση, μοναξιά, το κόκκινο παλτό της, δουλειά, κούραση, σπίτι, μοναξιά. Σε μία μητρόπολη εκατομμυρίων, μοναξιά. Ακόμα και η γνωριμία της με τον Μίλος, τον οδηγό του νυχτερινού λεωφορείου που την οδηγεί σπίτι, δεν οδήγησε πουθενά. Της το ξεκαθάρισε, ήταν ένα one night stand. Δεν θέλει έρωτες. Δε θέλει να πάνε ούτε ένα σινεμά. Οταν η Σαλομέ γεννά, η Λιντιά είναι εκεί, να την καθοδηγεί. Είναι η πρώτη που πιάνει το μωρό στα χέρια της, είναι εκείνη που την ονομάζει Εσμέ («Αγαπημένη») - ως ευχή, ως δώρο. Ως βουβό παράπονο; Γιατί κάτι γεννιέται μαζί με το κοριτσάκι. Η εσωτερική αγωνία, η απαίτηση, η επιτακτική ανάγκη κι ενός άλλου κοριτσιού να αγαπηθεί κι εκείνη.
Η Ιρις Καλτενμπάκ γράφει και σκηνοθετεί την πρώτη της ταινία με απίστευτο ένστικτο. Πλησιάζει ένα δύσκολο θέμα (δεν το προδίδουμε εφόσον υπάρχει ήδη από τον τίτλο, την αρπαγή ενός μωρού), κάτι που θα ήταν ένα εύκολο, αβανταδόρικο πρωτοσέλιδο εφημερίδων («Παρανοϊκή γυναίκα άρπαξε το μωρό της καλύτερής της φίλης»), τόσο διαφορετικά, τόσο προσεχτικά, τόσο απρόσμενα. Αδέκαστα, αλλά ντελικάτα. Η πένα της δεν συνθέτει ένα αφρώδες σκάνδαλο, αλλά μία ιστορία με ρίζα, αίτια, πλαίσιο. Η κάμερά της κινείται σταθερά και με αυτοπεποίθηση - δεν χαϊδεύει, δεν δικαιώνει, ούτε απαλλάσσει, αλλά ακολουθεί και αφουγκράζεται την ηρωίδα της. Μάς κάνει να νιώσουμε τη βουβή της απόγνωση - να αγαπήσει, να αγαπηθεί, να «ανήκει». Ειδικά όταν και η καλύτερή της φίλη την «προδίδει», την «εγκαταλείπει», προχωρά στη ζωή της, γίνεται μητέρα.
Με μία απροσδόκητη απόφαση η Καλτενμπάκ ξεκινά την ταινία με voice over. Οχι της Λιντιά. Του Μίλος - αυτού του τυχαίου one night stand, που θα βρεθεί μπλεγμένος σε μία υπόθεση εξαπάτησης, εμμονής, εγκλήματος. Γιατί γνωρίζουμε την ηρωίδα μέσα από τα μάτια του; Η απάντηση θα δοθεί, στο τέλος. Με μία φράση, χωρίς στόμφο. Με μια παραδοχή, κρυμμένη στις λέξεις. Γιατί έτσι γράφει η Καλντενμπάκ - ουσιαστικά, καίρια, καμουφλαρισμένα. Για παράδειγμα, πρέπει να κοιτάξεις πίσω για να καταλάβεις ότι όλοι οι ήρωες είναι μετανάστες - δεν το τονίζει, δεν το υπογραμμίζει. Αλλά η έννοια του ξένου, του μόνου, του διαφορετικού είναι πάντα παρούσα.
Υπάρχει ένταση στην κινηματογράφηση της Καλτενμπάκ - κι όχι μόνο στη θριλερική κορύφωση του δράματος. Υπάρχει μία συνεχής τρεχάλα, σαν αυτή της πρώτης σκηνής. Μία αγωνία κίνησης, που ξεπερνά την καθημερινότητα σε μία μητρόπολη. Σαν οι φακοί να ακολουθούν αλληγορικά΄τη ζωή που τρέχει μπροστά και δεν επιτρέπει σε σένα να μείνεις κολλημένος. Πάνω από όλα όμως, ακόμα κι όταν οι εικόνες της είναι λυρικές και αιθέριες, κεντρική θέση έχει η μελαγχολία - μία θλίψη πολύ αόρατη, πολύ βαριά, πολύ οικεία στον σύγχρονο άνθρωπο.
Αυτή φορά, γενναιόδωρα, τολμηρά αλλά και με μία ήσυχη, σπαρακτική εσωστρέφεια η πρωταγωνίστρια Χαφσιά Χερζί. Ολα διαδραματίζονται στα μαύρα μάτια της. Τεράστια και λυπημένα. Ενοχα και παραπονεμένα. Το σώμα της τρέχει, το βλέμμα της είναι ακίνητο, το πρόσωπό της παγωμένο, οριακά ανέκφραστο. Μία πονεμένη λάβα κοχλάζει από κάτω όμως. Και θα εκραγεί άσχημα. Και με θύματα. Και με τίμημα.
Κάπως έτσι, αυτό το σκηνοθετικό ντεμπούτο αποδεικνύεται τόσο δυνατό, που σου ραγίζει την καρδιά. Γιατί μοιάζει να προτείνει μία άλλη ματιά. Σ' έναν κόσμο όπου καθημερινά όλοι αρπάζουμε την ευκαιρία να δικάσουμε όλους, Η «Αρπαγή» προτείνει ένα σινεμά κατανόησης.