«Δεν υπάρχει αγάπη χωρίς την πιθανότητα της προδοσίας», θα πει ο Αλντο στη ραδιοφωνική του εκπομπή δίνοντας το στίγμα του γάμου του με τη Βάντα, που, μπροστά στη σχέση του με μια συνάδελφο του, θα αρχίσει να καταρρέει αφήνοντας πίσω του ερείπια, αλλά και χώρο για να γεννηθεί μια άλλη ακόμη πιο ισχυρή σχέση: αυτή που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δύο γονείς που πρέπει να υποκρίνονται ότι «όλα θα πάνε καλά» μπροστά στα ανήλικα παιδιά τους.

Βασισμένα στο μυθιστόρημα του Ντομένικο Σταρνόνε, τα «Κορδόνια» είναι οι «Σκηνές από ένα Γάμο» που έχει τελειώσει, σε μια πιο μελο-δραματική τους εκδοχή.

Ξεκινούν από το χωρισμό του ζευγαριού και στη συνέχεια ταξιδεύουν μέσα στο χρόνο - από το παρόν όπου βρίσκει το ζευγάρι ξανά μαζί και πάλι πίσω στις μέρες που ο Αλντο είχε εγκαταλείψει την οικογένεια του και τη Νάπολη προσπαθώντας να βρει τρόπο να συγκεράσει τη νέα του ζωή με την ιδιότητα του πατέρα. Κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς τι συνέβη ενδιάμεσα, ούτε τι ακριβώς σηματοδοτεί η κλοπή που έντρομοι ανακαλύπτουν στο σπίτι τους στη Νάπολη οι σε μεγάλη ηλικία πια Αλντο και Βάντα. Τι απέγινε ο τρίτος άνθρωπος στη σχέση τους; Που βρίσκονται τα παιδιά τους; Ποιο είναι το μυστικό που κανείς δεν θέλει να ομολογήσει;

Σημασία έχει πως ο γάτος τους ο Λαμπές το έχει σκάσει και πως το παρελθόν θα βρίσκει πάντα τρόπους να εισβάλλει στο παρόν.

Ανθρωπος-κλειδί και στις δύο εποχές είναι η Βάντα, που θα σταθεί σαρωτική δύναμη μπροστά στην απουσία πρωτοβουλίας του Αλντο. Η αντίδραση της στο χωρισμό τους θα είναι ακραία - θα την οδηγήσει μέχρι και σε απόπειρα αυτοκτονίας, κάθε επίσκεψη του Αλντο στη Νάπολη για να δει τα παιδιά του θα συναντήσει την αρνητική της διάθεση, αλλά και μια καλά ίσως κρυμμένη διάθεση για συγχώρεση. Η σχέση που θα αναπτυχθεί μεταξύ τους μετά το χωρισμό θα είναι εκρηκτική, σταδιακά ομολογημένα συμβατική, ένας νέος δεσμός από αυτούς που δένουν τους ανθρώπους για πάντα.

Ο Ντανιέλε Λουκέτι σκηνοθετεί τα «Κορδόνια» από την οπτική γωνία του άντρα, φτιάχνοντας για πρώτη φορά με τόση έμφαση στο σινεμά το πορτρέτο ενός παθητικού αρσενικού, μιας νόρμας που συναντάει κανείς συχνά στην πραγματική ζωή αλλά μοιάζει δύσκολο να οπτικοποιηθεί σε μια αφήγηση που θέλει οι ήρωες της να είναι πολυεπίπεδοι και να αποτελούνται πρωτίστως από αληθινά, υπαρκτά αισθήματα. Ο χαρακτήρας της Βάντα, μοιραία, είναι πιο εξωστρεφής, σε αναγκάζει να τον χαρακτηρίσεις στα όρια της «υστερίας», αδικώντας ενδεχομένως τον πόνο πάνω στον οποίο χτίζεται πάντα η νίκη ενός εραστή όταν καταφέρνει να κερδίσει πίσω τον αγαπημένο του.

Το παιχνίδι με το χρόνο είναι λειτουργικό αλλά και επαναλαμβανόμενο, ενώ οι υπέροχες ερμηνείες και από τους τέσσερις σπουδαίους Ιταλούς ηθοποιούς (στις δύο ηλικίες των ηρώων) - την Αλμπα Ρορβάχερ, την Λαόυρα Μοράντε, τον Λουίτζι Λο Κάσιο και τον Σίλβιο Ορλάντο - βρίσκονται πιο ψηλά από τις προσδοκίες μιας ταινίας που αντί να μεγαλώνει όσο περνάει η ώρα, μικραίνει - κυρίως σε συναισθηματικό αντίκτυπο. Ό,τι ξεκινάει σαν ένα πορτρέτο μιας ολόκληρης εποχής - στην ουρά των 70s και στις αρχές των γεμάτων προσδοκία 80s, γίνεται μάλλον ένα δράμα δωματίου που ψάχνει σεναριακές «εκπλήξεις» (σαν αυτή του φινάλε) προκειμένου να αντιμετωπίσει το οικοδόμημα που έχει χτίσει.

Βάζοντας δύσκολα στον εαυτό του, ο Ντανίελε Λουκέτι πετυχαίνει στιγμές καθαρής συγκίνησης (όπως η «κεντρική» σκηνή με τα κορδόνια) και δοκιμάζεται σε δύσκολες διαπροσωπικές σκηνές, αλλά την ίδια στιγμή παλινδρομεί ανάμεσα σε μια καθαρόαιμα κινηματογραφική ανατομία μιας σχέσης και στην μελοδραματική της εκδοχή, προκρίνοντας συχνά τη δεύτερη.