Υπάρχει κάτι ανακουφιστικά οικείο σε κάθε ταινία του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν, που ξεκινά από την σχεδόν οικογενειακή σχέση που έχει με τους μόνιμους συνεργάτες του και τους σταθερούς πρωταγωνιστές του, και φτάνει στις ίδιες τις θεματικές που πραγματεύεται, αλλά και την κινηματογραφική του γλώσσα.

Στο «Σπίτι Δίπλα στη Θάλασσα», η Αριάν Ασκαρίντ, ο Ζαν Πιερ Νταρουσέν και ο Ζεράρ Μεϊλάν, υποδύονται τρία αδέλφια που συναντιούνται ξανά μετά από χρόνια, στο πατρικό τους σπίτι, όταν ο γεννήτοράς τους μένει καθηλωμένος στο κρεβάτι εξ΄αιτίας ενός εγκεφαλικού.

Ο Ζοζέφ είναι ένας πρώην συνδικαλιστής που κατάφερε να συνταξιοδοτηθεί με ικανοποιητικό τρόπο ακόμη κι αν έχασε την δουλειά του και φτάνει στο σπίτι με την κατά πολύ νεότερη φιλενάδα του. Η Ανζέλ είναι μια ηθοποιός του θεάτρου και της τηλεόρασης που έχει 20 χρόνια να επιστρέψει καθώς ο θάνατος της μικρής της κόρης εκεί, την στοιχειώνει ακόμη. Οσο για τον Αρμάν, εξακολουθεί να ζει στο πατρικό σπίτι και να μαγειρεύει στο μικρό εστιατόριο του πατέρα του που φιλοδοξεί να σερβίρει πάντα τίμιο και φτηνό φαγητό, σε πείσμα των καιρών.

Τα τρία αδέλφια προσπαθούν να βρουν εκ νέου την δυναμική της σχέσης τους, μέσα από τις μνήμες του παρελθόντος και την δύναμη ενός γνώριμου τοπίου που μοιάζει απαράλλαχτο στο χειμωνιάτικο κρύο, μα που το καλοκαίρι καταλαμβάνεται πια σχεδόν ολοκληρωτικά από τουρίστες. Και το γεγονός πως ο πατέρας τους έχει αφήσει το μισό της κληρονομιάς του στην κόρη του και μόνο το ένα τέταρτο στα δύο αγόρια, δεν βοηθά σε αυτή την διαδικασία.

Μια σειρά από flash back (τα οποία περιλαμβάνουν μερικές σκηνές από την γυρισμένη το 1985 ταινία του Γκεντιγκιάν «Ki Lo Sa»), κάνουν σαφείς τις διαφορές ανάμεσα σε ένα πολύ πιο ανθρώπινο παρελθόν και ένα παρόν στο οποίο οι ντόπιοι μοιάζουν να μην έχουν θέση στο ειδυλλιακό λιμανάκι, στο οποίο βλέπει το σπίτι της ταινίας. Και μια σειρά από κουβέντες μεταξύ των πρωταγωνιστών αλλά και των δευτερευόντων χαρακτήρων φέρνουν στο προσκήνιο την πάντα σαφή πολιτική άποψη του σκηνοθέτη, εδώ όμως μάλλον με προφανή κι λίγο πιο εύκολο απ’ όσο θα χρειαζόταν τρόπο. Και η εισαγωγή στο τελευταίο μέρος της ταινίας τριών προσφυγόπουλων που βρίσκουν καταφύγιο στους λόφους γύρω από το λιμάνι, μοιάζει μάλλον αταίριαστη και χειριστική συναισθηματικά.

Και κάπως έτσι ακόμη κι αν η ταινία δεν υπολείπεται σε ευαισθησία και κοινωνική οξύτητα σε σχέση με το προηγούμενο έργο του σκηνοθέτη της, αφήνει την αίσθηση ενός φιλμ που δεν νιώθεις απλά ότι το έχεις ξαναδεί, μα ότι το έχεις ξαναδεί πολύ καλύτερο και πολύ πιο αποτελεσματικό κοιτάζοντας πίσω στην πλούσια φιλμογραφία του Ρομπέρ Γκεντιγκιάν.