Nήσος Σαλβόρα, ισπανική Γαλικία, 2 Ιανουαρίου 1921. Η ομίχλη σκεπάζει το αχνό φως του φάρου και το Σάντα Ιζαμπελ, ένα πλοίο που μεταφέρει 254 μετανάστες με προορισμό το Μπουένος Αϊρες, πέφτει στα βράχια του νησιού και βυθίζεται. Τρεις γυναίκες θα αψηφίσουν την άγρια θάλασσα και θα βγουν με τη βάρκα τους για να διασώσουν όσους περισσότερους ναυαγούς μπορούν. Το γεγονός παίρνει δημοσιότητα και οι γυναίκες ανακηρύσσονται σε ηρωίδες. Ομως ένας δημοσιογράφος που ερευνά την υπόθεση θα αποκαλύψει ότι το νησί κρύβει ένα μακάβριο μυστικό. Μήπως ο θρύλος που ήθελε τους προγόνους των κατοίκων να παραπλανούν τα πλοία για το πού είναι ο φάρος, ανάβοντας φωτιές σε άλλα μέρη του νησιού, ώστε να προκαλούν ναυάγια και να ληστεύουν τους νεκρούς, πλησιάζει στην αλήθεια; Γιατί λείπουν τα κοσμήματα από τα πτώματα; Ποιοι τα λεηλάτησαν; Οι υποψίες πέφτουν πάνω στις γυναίκες, που από ηρωίδες βαφτίζονται από τις εφημερίδες σε λησταρχίνες, αλλά αυτή είναι μόνο η άκρη του νήματος...

Η ντοκιμαντερίστας Πάουλα Κονς κάνει εδώ το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, γράφοντας και σκηνοθετώντας ένα κοινωνικό θρίλερ που πατά πάνω σε μία αληθινή ιστορία: το ναυάγιο του Σάντα Ιζαμπελ που έμεινε στα χρονικά ως «Ο Τιτανικός της Γαλικίας». Παρόλο το «whodunit» σασπένς και τις σεναριακές ανατροπές που θα οδηγήσουν στην αποκάλυψη της αλήθειας, ο σκοπός της Κονς είναι περισσότερο να εξερευνήσει τα ψέματα. Αλλωστε, το λέει κι ο τίτλος της: πόσα κοινωνικά και πολιτικά ψέματα κρατούσαν τους κατοίκους του νησιού στην ομίχλη;

Η κάμερά της θα σταθεί από το πρώτο πλάνο στα σκληρά πρόσωπα των γυναικών, θα τις ακολουθήσει στις καθημερινές τους εργασίες (όπου σκάβουν την άγονη γη με δύναμη κι αποφασιστικότητα), θα τις ακούσει όταν βάζουν όρια στα σχόλια των ανδρών που δεν καταλαβαίνουν γιατί παραμένουν ανύπαντρες. Ναι, την πιο σημαντική παρέμβαση στην ιστορία η Κονς την κάνει με τον τόνο που δίνει στην ταινία της: αποτυπώνοντας τις γυναίκες άγριες, αδάμαστες, σχεδόν απειλητικές στο άλλο φύλο- όπως και η τρικυμιώδης, φονική θάλασσα που περιβάλλει το νησί τους.

Η σκηνοθετική της προσέγγιση είναι εξίσου σκληρή, κι όχι καλλιγραφική - ως ένα στρογγυλεμένο, ατσαλάκωτο έργο εποχής. Κινηματογραφεί το νησί, τα βράχια, τα χαμόσπιτα, την υγρασία, ωμά, αυστηρά, αυθεντικά.

Μόνο που κι αυτό, μετά από λίγο, μοιάζει με στιλιζαρισμένη -σχεδόν θεατρική- υπερβολή. Τόσο σεναριακά, όσο και σκηνοθετικά η αγριότητα γίνεται φόρμα - από τα συνεχώς τσιτωμένα βλέμματα των γυναικών, την κλισέ απεικόνιση του τρελού του χωριού, μέχρι το πώς κινηματογράφησε το ένστικτο του αγριμιού που οδηγεί τον άνθρωπο στο σεξ, όλα είναι τόσο υπερβολικά και στημένα που περισσότερο θυμίζουν εύρημα γοτθικού παραμυθιού, παρά κινηματογραφικό φεμινιστικό σχόλιο.

Η Κονς χάνει την ευκαρία να κρατήσει τις ισορροπίες και να παραδώσει κάτι αυτόματα κλασικό, αλλά παρόλ' αυτά, η σκοτεινή ατμόσφαιρα του νησιού της μάς στοίχειωσε - κι αυτό δεν είναι ψέμα.