Ο Ζιλιέν και η Εστέρ συναντιούνται κάθε Πέμπτη στο δωμάτιο ενός επαρχιακού ξενοδοχείου. Είναι και οι δύο παντρεμένοι και στο δωμάτιο αυτό κάνουν έρωτα και μοιράζονται το πάθος τους, μακριά από τα αδιάκριτα μάτια των κατοίκων της μικρής γαλλικής πόλης. «Θα περνούσες τη ζωή σου μαζί μου αν ξαφνικά ήμασταν ελεύθεροι;» τον ρωτά κάποια στιγμή εκείνη. Κι αυτός, χωρίς να το πολυσκεφτεί, της απαντά «Φυσικά». Οταν ξαφνικά ο Ζιλιέν βρίσκεται να ανακρίνεται από την αστυνομία για ένα έγκλημα, τα αθώα αυτά λόγια αποκτούν άλλη διάσταση, καθώς βρίσκεται εγκλωβισμένος σε έναν ιστό από ψέματα που ο ίδιος κατασκεύασε. Για ποιο λόγο κατηγορείται όμως;
Βασισμένος σε ένα βιβλίο του Ζορζ Σιμενόν, ο Ματιέ Αμαλρίκ, σκηνοθετεί μια αστυνομική ιστορία, απογυμνωνοντάς την από την ίντριγκα και χρωματιζοντάς την με τα έντονα χρώματα ενός πάθους που σκιάζει τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές του.
Ο ίδιος υποδύεται τον Ζιλιέν έναν πωλητή γεωργικών μηχανημάτων που έχοντας επιστρέψει μετά από χρόνια στην μικρή πόλη όπου μεγάλωσε ξεκινά μια παράνομη σχέση με την γυναίκα του φαρμακοποιού, με την οποία συναντιέται κάθε τόσο τα απογεύματα, στο μπλε δωμάτιο ενός ξενοδοχείου.
Πηγαίνοντας πίσω και μπρος στον χρόνο, ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, όταν η σχέση τους ακόμη ήταν ζωντανή και στο σήμερα, όσο βρίσκεται μπροστά σε έναν ανακριτή με χειροπέδες, για κάποιο έγκλημα που δεν ξέρουμε ποιο μπορεί να είναι, το φιλμ ξετυλίγει την ιστορία του σε μικρές δόσεις δίχως όμως να προσποιείται έστω και ελάχιστα ότι θέλει να χτίσει μια ατμόσφαιρα αγωνίας.
Στην πορεία η ταινία μεταμορφώνεται σε κάτι σαν μια «Ολέθρια Σχέση» αλά γαλλικά, αλλά ακόμη κι έτσι ο Αμαλρίκ κρατά από την αρχή έως το τέλος έναν εστέτ αέρα, ξεκινώντας κι όλας από την επιλογή του να καδράρει το φιλμ σε academy.
Οι αισθητικές επιλογές του είναι δίχως αμφιβολία γοητευτικές: ο τρόπος που κινηματογραφεί τις ερωτικές τους σκηνές, την ιδρωμένη αισθησιακή ατμόσφαιρα, στον περίκλειστο κόσμο των δύο εραστών, με τις γρίλιες κατεβασμένες και τον κόσμο απ' έξω να συνεχίζει να κινείται στους συνηθισμενους του ρυθμούς τα απογεύματα του καλοκαιριού, κερδίζουν τον θαυμασμό, το ίδιο και η εξαιρετική φωτογραφία και η παλιομοδίτικη, λειτουργική χρήση της μουσικής, που χτίζει μια αίσθηση υπόγειας ανησυχίας και σασπένς.
Κάτι που δυστυχώς δεν κάνει η ιστορία με τον τρόπο που την αφηγείται ο Αμαλρίκ, αφού ούτε η αγωνία, ούτε η ψυχοσύνθεση των βασικών ηρώων εξερευνάται σε βάθος.