Αλλο η συνταγή, άλλο το τελικό... γεύμα που παρατίθεται στον θεατή: η ταινία ξεκινά με γνώριμη συνταγή κομεντί με γαστριμαργικό ενδιαφέρον και καταλήγει σαν σούπα νοτισμένη με πολιτική αφέλεια και κοινωνική επιπολαιότητα, στην καλύτερη περίπτωση.

Η Κατί Μαρί είναι μια ικανή όσο και δύστροπη σεφ, σε αναζήτηση νέας δουλειάς. Θα τη βρει σ’ ένα λίγο διαφορετικό πλαίσιο από τα εστιατόρια ή τα ριάλιτι όπου έχει συνηθίσει να δουλεύει: σε μια δομή μεταναστών για ασυνόδευτα παιδιά από την Αφρική. Εκεί, όπου ο διευθυντής αγωνίζεται να την κάνει βιώσιμη κι η βοηθός του έχει μια καρδιά πιο βουτυρένια κι από κουραμπιέ, η Κατί Μαρί θα μάθει στους ατίθασους μετανάστες μαγειρική κι εκείνοι θα τη μάθουν ανθρωπιά.

Η θέαση Γάλλων που μαγειρεύουν, συζητούν για φαγητό, τρώνε και γενικώς τιμούν την τεράστια παράδοσή τους στην κουζίνα είναι για όλους απόλαυση. Επιπλέον, η ιστορία μίας γυναίκας που αγωνίζεται να δουλέψει με τους δικούς της όρους, θεωρητικά είναι κάτι το ηθικά ανυψωτικό. Μόνο που εδώ η ταινία καταπιάνεται, αφελώς και διδακτικά, με το προσφυγικό και μάλιστα στη Γαλλία, στη χώρα που υπήρξε έποικος ακριβώς στις χώρες καταγωγής των ηρώων, αντιμετωπίζοντας με επικίνδυνη ελαφρότητα το ζήτημα που θίγει και προσπαθώντας να πείσει ότι όλα μπορούν να διορθωθούν με τη σωστή δόση αλατιού. Δεν μπορούν.