Σε μια πολυτελή παραθαλάσσια βίλα, μια νεαρή γυναίκα με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, επιδιώκει να επανασυνδεθεί με τον πατέρα της, τον οποίο δεν είχε γνωρίσει ποτέ όσο ζούσε η μητέρα της. Οι πόρτες του σπιτιού ανοίγουν και αποκαλύπτουν τον εντυπωσιακό πλούτο του πατέρα, ο οποίος είναι επιτυχημένος επιχειρηματίας, καθώς και τα υπόλοιπα μέλη της παράξενης οικογένειάς του: την ιδιόρρυθμη σύζυγό του που ξοδεύει καθημερινά αστρονομικά ποσά σε διαδικτυακές αγορές, τη φιλόδοξη επιχειρηματία κόρη του, την επαναστατική έφηβη εγγονή του καθώς και την ιδιαίτερα τρομακτική οικονόμο του σπιτιού.
Με έναν τίτλο που παραπέμπει σε μεταφυσικά θρίλερ, η γαλλο-καναδική παραγωγή του Μαρνιέ επιχειρεί να γίνει μια από τις ταινίες είδους που συνδυάζουν την ατμόσφαιρα με τον κοινωνικό-πολιτικό σχολιασμό, απονέμοντας παράλληλα φόρο τιμής στις ταινίες του Κλοντ Σαμπρόλ. Ιδιαίτερα σε εκείνες τις δεκαετίας του '70, με τους αμφιλεγόμενους πρωταγωνιστές αντι-ήρωες που ενσωματώνουν τις παθογένειες και επιθυμίες του ανθρώπινου είδους, φέρνοντας την εργατική τάξη αντιμέτωπη με την μπουρζουαζία, καθώς και την πατριαρχία με την κατάπτωσή της.
Η Καλαμί στο ρόλο της Στεφάν, με τα μεγάλα εκφραστικά μάτια της και την προσφιλή νευρικότητά της προκαλεί μεν μια συμπάθεια στο θεατή, διηθημένη δε με ένα αίσθημα του ανοίκειου. Ούσα σε ένα οικονομικό αδιέξοδο, σε μια βαρετή δουλειά σε ένα εργοστάσιο παρασκευής κονσερβών, χωρίς σταθερή κατοικία και με την ερωμένη της να εκτίει ποινή στη φυλακή, η ίδια επιθυμεί να αγκιστρωθεί πάση θυσία σε αυτή την καινούρια και προσοδοφόρα πραγματικότητα.
Η ταινία αποτελείται από ένα ανσάμπλ δυναμικών γυναικείων χαρακτήρων, με τον πάτερ-φαμίλια να είναι ο μοναδικός άντρας, αλλά και το ίδιο το σπίτι - φορτωμένο με αντίκες, ταριχευμένα ζώα και κακόγουστα διακοσμητικά - να αποκτά υπόσταση και να γίνεται κάτι παραπάνω από το παρασκήνιο των οικογενειακών μυστικών και εντάσεων.
Κατά τη διάρκεια της, ξεδιπλώνεται ένα παιχνίδι ρόλων, συμφερόντων και εξουσίας με απανωτές ανατροπές και ψέματα, διάχυτο ερωτισμό και βία. Η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που δημιουργείται εντείνεται από την (υπερβολικά) δραματική μουσική επένδυση και το μοντάζ που απομονώνει σε ξεχωριστά κάδρα τους χαρακτήρες.
Σε αυτό το παιχνίδι ισχύει μόνο ένας κανόνας: ότι πάντα κάποιος θα βγεί χαμένος. Ετσι και καταλήγει η ταινία, με έναν επίλογο που κάποιοι θεώρησαν αχρείαστο, ενώ άλλοι αναπόφευκτο. Εν κατακλείδι, ίσως η ταινία να προσπαθεί να καταφέρει πολλά περισσότερα απ’ όσα το σενάριό της επιτρέπει και στην πορεία να χάνει την κατεύθυνσή της. Παρόλ' αυτά οι καλές ερμηνείες, η επιμελημένη κινηματογράφηση και το σασπένς που δημιουργείται είναι αρκετά ώστε κάποιος να θέλει να δει το κουβάρι να ξετυλίγεται μέχρι τέλους.