Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα και ποιος θα το περίμενε ότι ο Ζερόμ Σαλ θα επέλεγε, οπωσδήποτε πετυχημένα, αυτήν την οπτική γωνία για να ξαναφέρει στη ζωή και στη μεγάλη οθόνη τον ήρωα των παιδικών μας χρόνων, Ζακ-Ιβ Κουστό. Σε μια από τις μεγαλύτερες παραγωγές στην ιστορία του γαλλικού – και κατ’ επέκταση του ευρωπαϊκού – σινεμά, ο Σαλ διανύει κυριολεκτικά στεριά και θάλασσα για ν’ αφηγηθεί την ιστορία του Κουστό, να σκιαγραφήσει την προσωπικότητά του και να σχολιάσει το πώς αυτή επηρέασε τους πιο κοντινούς του ανθρώπους και, κυρίως, τον πρόωρα χαμένο γιο του, Φιλίπ. Και το κάνει με πληθωρικότητα εικαστική και συναισθηματική.
Η ιστορία ξεκινά λίγο μετά το πόλεμο όταν ο Ζακ, παντρεμένος με τη Σιμόν και πατέρας δυο μικρών αγοριών, παρασημοφορημένος από την αεροπορία, κάτοικος του παρθένου παραδείσου που λέγεται γαλλική Ριβιέρα, έχει επινοήσει ένα σύστημα αυτόνομης κατάδυσης με μπουκάλες και, χάρη σ’ αυτό, εξερευνά το βυθό και τα πλάσματά του και ξεκινά, σιγά-σιγά, να τα αποτυπώνει με την κάμερα. Αποκτά το πλοίο του, την Καλυψώ, κι αρχίζει, με κάθε του ταξίδι, να γίνεται όλο και πιο διάσημος και, ταυτόχρονα, όλο και πιο φιλόδοξος και τολμηρός. Αυτή του η αξιοθαύμαστη μονομανία, που, περνώντας στην τηλεόραση άλλαξε για πάντα τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τη θεώρησή της, παρέσυρε σα θύελλα τις ζωές της οικογένειάς του, στιγματίζοντας τους γιους του με αναπόφευκτα συναισθήματα ανταγωνισμού.
Το φιλμ του Σαλ οπωσδήποτε δεν είναι μια αγιογραφία, δεν είναι όμως ούτε στο ελάχιστο σκανδαλοθηρικό: αντίθετα, τοποθετεί σε μια ρεαλιστική, αναγνωρίσιμη βάση, την προσωπικότητα ενός ξεχωριστού ανθρώπου. Στο ρόλο του Κουστό, ο Λαμπέρ Γουιλσόν βρίσκει έναν ήρωα που του ταιριάζει γάντι και στου οποίου τη σωματικότητα και το ταξιδιάρικο πνεύμα υποτάσσει με άνεση την υποκριτική του ικανότητα. Ο δικός του Κουστό γδύνεται από μανιέρες και γίνεται ένας άντρας συναρπαστικός και τρωτός, καταστροφικός κι ευεργέτης. Ενας μεταπολεμικός μποέμ που κατέκτησε τη διασημότητα, κυρίως γιατί τη θεώρησε πρόκληση. Με την Οντρέ Τοτού ν’ αναλαμβάνει το ρόλο της καραβοκύρισσας Σιμόν με δύναμη όχι μόνο διακοσμητική, ο Πιερ Νινέ χτίζει με ενδιαφέρον την προσωπικότητα του Φιλίπ, του περιπετειώδη γιου Κουστό, του οποίου η οικολογική ευαισθησία τον τοποθετεί στον αντίποδα του πατέρα του (ή δημιουργείται ακριβώς για να προκαλέσει την αντίδρασή του).
Σκηνοθέτης μέτριων εμπορικών περιπετειών ως τώρα, σαν το «Largo Winch» και το «Zulu», ο Ζερόμ Σαλ βρίσκει στην «Οδύσσεια» τον σκηνοθέτη που μάλλον ευχόταν πάντα να είναι. Με τη βοήθεια του Ματίας Μπουκάρ στην εκπληκτική φωτογραφία, ζεστή κι ηλιόλουστη στη στεριά, σαγηνευτικά μπλε και σκοτεινή στο βυθό, κοντινή στις διαλογικές σκηνές, με δέος απομακρυσμένη στις υποβρύχιες χορογραφίες ανθρώπων, φαλαινών και καρχαριών, ο Σαλ φτιάχνει ένα φιλμ πανέμορφο, τεχνικά δύσκολο, με τη γοητεία της πραγματικής ιστορίας όπου στηρίζεται και της κοσμοπολίτικης διαδρομής του, από την Αφρική και την Κροατία (που ποζάρει ως Νότια Γαλλία) μέχρι, φυσικά, την Ανταρκτική, το τελευταίο, κυριολεκτικά και συμβολικά, κομμάτι της Γης που «κατέκτησε» ο Κουστό.
Χωρίς την αγωνία ν’ αφηγηθεί τα πάντα (παρότι η ιστορία τρενάρει στις επαναλαμβανόμενες συζητήσεις του Κουστό με τους παραγωγούς του στο δεύτερο μέρος), αλλά με την ικανότητα να στήσει μια συμβατική μεν, πλούσια δε, επιλεκτική βιογραφία, ο Ζερόμ Σαλ καταφέρνει αυτό που μάλλον ήθελε: να παγιδεύσει την ομορφιά της φύσης στην οθόνη, να ξαναθυμίσει στους νεότερους ποιος είναι ο κύριος με το κόκκινο σκουφί και να χτίσει ένα ευαίσθητο ανθρώπινο δράμα με στιβαρές ερμηνείες, για ένα καλόγουστο mainstream κοινό.