Ο Ρόγκερ Μπράουν είναι ένας κυνηγός ταλέντων, που φαίνεται να έχει μια τέλεια ζωή: επιτυχημένος επαγγελματικά, παντρεμένος με μια όμορφη και καταξιωμένη γυναίκα, διαθέτει μια υπέροχη βίλα, ζει μέσα στην πολυτέλεια – ταυτόχρονα όμως είναι και πνιγμένος στα χρέη. Προκειμένου να αντεπεξέλθει, επιδίδεται σ’ αυτό που ξέρει να κάνει καλύτερα: κλέβει πολύτιμους πίνακες. Οταν μαθαίνει ότι ο κύριος ανταγωνιστής του, ο Κλας Γκρέβε, ένας άντρας με σκοτεινό παρελθόν, διαθέτει έναν ανεκτίμητο Ρούμπενς, περνάει αμέσως στη δράση: και αν το έγκλημα είναι τέχνη, αυτή η διάρρηξη θα ήταν το αριστούργημά του. Τα πράγματα όμως περιπλέκονται, όταν ο Ρόγκερ βρίσκει στο διαμέρισμα του αντιπάλου του το κινητό της αγαπημένης του γυναίκας.

Οι δύο βασικές αρετές των «Κυνηγών Κεφαλών» είναι με διαφορά ο χαρισματικός πρωταγωνιστής τους και η διάχυτη διάθεση ότι αυτό που βλέπεις δεν είναι παρά ένα θρίλερ μυστηρίου με ένταση, ανατροπές και αγωνία, ένα περίπου μεταμοντέρνο νουάρ. Και τίποτα περισσότερο.

Ξεκινώντας από το δέυτερο, αποτελεί μεγάλο ταλέντο να ξέρεις ακριβώς τι ταινία κάνεις, σε ποιο κοινό απευθύνεσαι και ποιες είναι οι προθέσεις σου, χωρίς να παρεκκλίνεις ούτε στο ελάχιστο σε κινηματογραφικές φλυαρίες. Αυτό κάνει και στα 100 λεπτά του «Κυνηγοί Κεφαλών» ο Νορβηγός Μόρτεν Τίλντουμ, διασκευάζοντας το ομώνυμο best-seller του Τζο Νέσμπο ακριβώς όπως το διάβασε: σαν την συναρπαστική και ταυτόχρονα ειρωνική ιστορία ενός ανθρώπου που, απατεώνας και ο ίδιος, θα βρεθεί στο κέντρο ενός καλά οργανωμένου σχεδίου που έχει για σκοπό την εξόντωση του.

Με στιβαρή σκηνοθεσία, σασπένς που υποβάλλει, έντονο φλερτ με την ταινία τρόμου, αναφορά στο σινεμά του Κουέντιν Ταραντίνο, γκροτέσκα άποψη για τη βία, κλίση προς το μελόδραμα, ισχυρές δόσεις μαύρης κωμωδίας και μια ανάσα υπαρξιακού δράματος, οι «Κυνηγοί Κεφαλών» είναι όλα τα παραπάνω - εκ διαμέτρου αντίθετη από την βαρύτητα του κινηματογραφικού και γειτονικού «Millenium» - αλλά όχι και μια ταινία μοιρασμένη αμήχανα ανάμεσα σε κινηματογραφικά είδη και ρεύματα.

Σε μια ευθεία γραμμή που ξεκινάει από ένα θρίλερ μυστηρίου πριν εξελιχθεί σε ένα αγωνιώδες όσο και «κατάμαυρο» ανθρωποκυνηγητό ζωής και θανάτου για να επιστρέψει στην αρχή ως ένα πειραγμένο μελόδραμα πάνω στην προσωπική επιτυχία (ή αποτυχία), το φιλμ του Τίλντουμ είναι στέρεο από την αρχή μέχρι το τέλος. Και σε στιγμές, εξαιρετικά αγωνιώδες και ισόποσα διασκεδαστικό, τόσο που να αγγίζει τα όρια ενός μικρού cult.

Τίποτα από τα παραπάνω φυσικά δεν θα ήταν το ίδιο, αν τον κεντρικό ρόλο του «κοντού», «ασήμαντου» και «άσχημου» (τα εισαγωγικά έχουν σημασία) κυνηγού κεφαλών του τίτλου δεν κρατούσε ένας εξαιρετικός Νορβηγός ηθοποιός και σκηνοθέτης, ο Ακσελ Χένι, που όχι απλά δεν λείπει από καμία σκηνή αλλά κάνει τη ραχοκοκαλιά του φιλμ προσωπική του υπόθεση.

Αντιπαθής και συμπαθητικός την ίδια στιγμή, άσχημος και γοητευτικός μαζί, θύτης και θύμα, κυνηγός και κυνηγημένος, τραβάει τα πάνδεινα (και όταν λέμε πάνδεινα το εννοούμε!) του ήρωα του με μια άνεση μεγάλου ερμηνευτή, χωρίς ποτέ να χάσει ίχνος από την μελαγχολία που κουβαλάει στην προσπάθεια του να αποδείξει πως μπορεί να αλλάξει τη μοίρα του για να μπορέσει να μην χάσει αυτό που πιστεύει ότι είναι πολυτιμότερο πράγμα στον κόσμο.

Δεν θα σας το αποκαλύψουμε, γιατί με ένα διαστροφικό τρόπο, οι «Κυνηγοί Κεφαλών» είναι μια ταινία που βασίζεται περισσότερο από τις ανατροπές της και την ευπρόσδεκτη υπερβολή των αιματηρών σκηνών δράσης της, στους χαρακτήρες της.

Ακόμη κι αν είναι ολοφάνερο πως έχουν γεννηθεί για να ζήσουν για πάντα σε ένα βιβλίο τσέπης, για τα 100 λεπτά που διαρκεί αυτή η ταινία αναπνέουν ως γνήσιοι ήρωες μιας κινηματογραφικής περιπέτειας που ακριβώς επειδή δεν παίρνει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό της, καταναλώνεται πιο ευχάριστα και από το πιο ευκολοδιάβαστο page - turner.