Τρεις άντρες βρίσκονται σ’ ένα καφενείο και, μαζί με τον καφετζή, πιάνουν κουβέντα για, τι άλλο, τις γυναίκες. Ο ένας έχει ερωτευτεί μια κοπέλα που έχει γνωρίσει μόνο στο facebook, ο άλλος έχει τα προβλήματα του γάμου κι ο τρίτος είναι οργισμένος με μια περιστασιακή γόησσα. Ο καφετζής, πάλι, νοσταλγεί τη χαμένη του σύζυγο και λατρεύει την κόρη του, που έχει μεγαλώσει μόνος και που την περιμένει όπου να’ ναι να φανεί.
Ο Τσαφούλιας, στην πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια, διαλέγει μια προσιτή και ελκυστική ιδέα για μια ταινία «δωματίου», την οποία μάλιστα καταφέρνει ν’ απελευθερώσει από τον περιορισμό των τεσσάρων τοίχων της και να της δώσει ρυθμό και μια ένταση. Κι εκεί, περίπου, τελειώνουν οι αρετές της.
Το σενάριο, αποτελούμενο από συνεχόμενους διαλόγους, είναι γραμμένο σαν πεζογράφημα για ανάγνωση, χωρίς τη φρεσκάδα και την ανταλλαγή που προϋποθέτει ένας φυσικός διάλογος. Οσα εκθέτουν οι ήρωες, ως απόψεις τους για τη σχέση των δυο φίλων και για τη ζωή γενικότερα, δεν είναι απλώς κλισέ, αλλά καταλήγουν και διδακτικά με μια παλιομοδίτικη απλοϊκότητα. Το εύρημα της αποκάλυψης του φινάλε είναι περισσότερο ανεκδοτολογικό αλλά ακόμα και ως τέτοιο, θα μπορούσε να πείσει στο πλαίσιο της ανθρωποκεντρικής κομεντί, αν δε συνοδευόταν από έναν αδικαιολόγητο μελοδραματισμό. Και οι ερμηνείες, στις οποίες στηρίζεται η ταινία, μη έχοντας άλλο αποκούμπι, είναι διεκπεραιωτικές και αταίριαστες μεταξύ τους, παρότι ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης δίνει, όπως πάντα, τον καλό του εαυτό.