«Μην εμπιστεύεσαι κανέναν.» «Μείνε σταθερός στο πλάνο.» «Μην δείχνεις ενσυναίσθηση.» «Αυτό χρειάζεται για να επιτύχεις.»
Αυτό είναι το μότο που επαναλαμβάνει στον εαυτό του ξανά και ξανά ο ανώνυμος (αν και ειρωνικά, με τόσα ονόματα ταυτόχρονα) δολοφόνος του Μάικλ Φασμπέντερ, με μόνο πιθανό δεκτό αποτέλεσμα την επιτυχία, ή αλλιώς μια ακόμη επιτυχημένη δολοφονία. Με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, ακριβώς αυτές τις οδηγίες μοιάζει να ακολουθεί και ο ίδιος ο Ντέιβιντ Φίντσερ στην ταινία του: όχι εξωτερικές επιρροές (πέρα από την πίστη στο όραμά του), ακριβή και υπολογισμένα κάδρα (που μοιάζουν να οδηγούν στο μόνο αποδεκτό αποτέλεσμα) και μια ψυχρή αίσθηση του χιούμορ που αρνείται να παραδοθεί σε φτηνούς συναισθηματισμούς. Και αυτά είναι σίγουρα όλα όσα χρειάζονται για την επιτυχία μιας ταινίας, που δείχνει τόσο σίγουρη για τον εαυτό της όσο και ο πρωταγωνιστής της.
Ξεκινώντας από το Παρίσι και ακολουθώντας ένα σύνολο προορισμό-στόχων μέχρι τον μεγάλο κακό (;) του φινάλε, το «The Killer» του Ντέιβιντ Φίντσερ παρακολουθεί τον δολοφόνο του να αστοχεί για πρώτη φορά στην καριέρα του, ανακαλύπτοντας άμεσα τις συνέπειες των πράξεών του. Αυτές οι συνέπειες είναι και που τον ωθούν να στραφεί εναντίον των εργοδοτών του και να ξεκινήσει μια σταδιακή πορεία εκδίκησης με τελικό στόχο τον άνθρωπο που τον ανάγκασε τελικά «να φέρει δουλειά στο σπίτι.» Όταν όλοι, ακόμα και ο ίδιος, επιμένουν ότι τίποτα δεν είναι προσωπικό, πόσο μπορεί ένας άνθρωπος να επιμείνει στους δικούς του κανόνες;
Αυτοί οι κανόνες είναι που παρέχουν ουσιαστικά και την ηθική πυξίδα ενός ήρωα που εμμονικά ακολουθεί ξανά και ξανά τις ίδιες ημερήσιες διαδικασίες, ενός ανθρώπου που έχει αρνηθεί κάθε είδος συναισθηματικής εμπλοκής στα πράγματα και ενός δολοφόνου που, μέσα από την απομόνωση και την συνεχή αναμονή, μοιάζει να χάνει κομμάτι κομμάτι το μυαλό και τον εαυτό του.
Ιδανικό υλικό λοιπόν για έναν σκηνοθέτη όπως ο Ντέιβιντ Φίντσερ που γνωρίζει πώς να κινηματογραφεί την σιωπή, την δράση και όλες τις αναμενόμενες εκρήξεις που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις δύο καταστάσεις, προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσει μέσα από τις λειτουργίες του μυαλού την αιτία όλων των πραγμάτων. Το «The Killer» περισσότερο από αγωνιώδης ταινία δράσης ή ένα διασκεδαστικό και ικανότατο σύγχρονο φιλμ νουάρ, είναι το πορτρέτο ενός μοναχικού ανθρώπου που μοιάζει να λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο από ότι ο υπόλοιπος κόσμος, ακόμα κι όταν επιλέγει την βία και τον θάνατο ως τον δρόμο για την επιτυχία.
Συνεχίζοντας τις αναλογίες με τον ήρωά του, ο Φίντσερ αντιμετωπίζει την βία ως κάτι εντελώς διαδικαστικό, φροντίζοντας ούτε να υπερφορτώνει την δράση αλλά ούτε και να αντιμετωπίζει φετιχιστικά τον θάνατο και την καταστροφή. Είναι μια προσέγγιση που ανάγει τελικά την βία σε κομμάτι της αφήγησης αλλά δεν την αφήνει να κλέψει την παράσταση ή να μετατρέψει την ταινία σε ένα ακόμη εκδικητικό θρίλερ. Η μεθοδολογία, ο τρόπος σκέψης, η προσήλωση στους κανόνες και η (εκούσια χιουμοριστική) μόνιμη προσπάθεια του κεντρικού ήρωα να αντισταθεί στις όποιες παρεμβασεις είναι ο κύριος - και ο πιο κρίσιμος - αφηγηματικός άξονας.
Για αυτό και η παρουσία του Μάικλ Φασμπέντερ αποδεικνύεται τελικά τόσο καθοριστική στην επιτυχία της ταινίας. Ο τρόπος που περπατάει, που στήνει το σώμα του, που παρακολουθεί και ετοιμάζεται να επιτεθεί ή που απλά περνάει τον ήσυχο χρόνο του προσπαθώντας διαρκώς να διατηρεί χαμηλά τους παλμούς της καρδιάς του είναι κομμάτια μιας ερμηνείας που επιλέγει να δώσει έμφαση σε μη κραυγαλέους τρόπους επιβολής, ακριβώς όπως και η σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Φίντσερ αποφεύγει κάθε εύκολο εντυπωσιασμό ή κλισέ επιλογές χτισίματος της έντασης. «Αυτό χρειάζεται για να επιτύχει.»
Ναι, η αφήγηση δεν ακολουθεί κάποια πρωτότυπη εξέλιξη ή κορύφωση, ούτε αποτελεί δείγμα δομικής ευρεσιτεχνίας. Ο Φίντσερ όμως καταφέρνει να απογυμνώσει την ταινία του από τις παγίδες του genre και να εστιάσει με κλινική ακρίβεια στο ταξίδι ενός χαρακτήρα που συχνά χάνεται μέσα στο θόρυβο. Για αυτό και ακόμα και αν δεν κερδίζει τον τίτλο της πιο εντυπωσιακής οπτικά ταινίας δράσης της χρονιάς, το «The Killer» του Ντέιβιντ Φίντσερ σίγουρα ανήκει στα πιο ύπουλα και ανατρεπτικά πρόσφατα δείγματα του genre.