Το 1983 μια ομάδα παιδικών φίλων πραγματοποίησαν το έγκλημα του αιώνα: απήγαγαν έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, κληρονόμο της αυτοκρατορίας της μπύρας, Φρέντι Χάινεκεν. Η σοκαριστική απαγωγή - υπό την απειλή όπλων, στο φως της μέρας, στο Αμστερνταμ - είχε ως αποτέλεσμα να καταβληθούν τα μεγαλύτερα λύτρα για την απαγωγή ενός ατόμου. Hταν το τέλειο έγκλημα... μέχρι που τους έπιασαν.

Για πολλή ώρα μέσα στην «Απαγωγή του Κύριου Χάινεκεν» προσπαθείς να καταλάβεις ποιο είναι ακριβώς το κομμάτι που λείπει από το παζλ και μετατρέπει μια ταινία με σωστά κατά βάση υλικά σε κάτι που δεν σου... κολλάει.

Μια πρώτη – επιφανειακή ομολογούμε – διαπίστωση θα ήταν η ξανθιά κώμη του Τζιμ Στέρτζες που σε εμποδίζει να μπεις πιο βαθιά στο μυαλό του ανεπίσημου αρχηγού μιας παρέας νεαρών που στην προσπάθεια της να «πιάσει την καλή», αποφασίζει να απαγάγει τον πιο ισχυρό άντρα της χώρας σε ένα τέλεια εκτελεσμένο σχέδιο από την αρχή μέχρι τη στιγμή που νομοτελειακά όλα τα τέλεια εκτελεσμένα σχέδια παύουν να είναι τέτοια.

Μια άλλη – αυτή όχι και τόσο επιφανειακή – διαπίστωση θα ήταν πως η προσπάθεια του Ντάνιελ Αλφρεντσον να διατηρήσει το σασπένς σε μια ιστορία με γνωστό φινάλε, τον κρατά δέσμιο ενός σεναρίου που ξοδεύει κάθε λεπτομέρειά του στην εκτέλεση της απαγωγής, ξεχνώντας στο μεσοδιάστημα πως το πραγματικά ενδιαφέρον στην όλη ιστορία είναι οι δυναμικές που αναπτύσσονται ανάμεσα στα μέλη της αυτοσχέδιας συμμορίας καθώς ο εφιάλτης γίνεται όνειρο και ξανά εφιάλτης.

Εμπειρός στο σασπένς και την καλοφτιαγμένη ατμόσφαιρα, ο Αλφρεντσον (μεγαλύτερος αδερφός και μικρότερος σε ταλέντο του Τόμας του «Ασε το Κακό να Μπει» και του «Tinker Tailor Soldier Spy»), προσφέρει καλογυαλισμένη δράση και για πολλή ώρα κρατάει ψηλά το ενδιαφέρον για το τι τελικά θα συμβεί πριν την απαγωγή, όσο και κατά τη διάρκειά της, προσπερνώντας ωστόσο το υλικό που θα του πρόσφεραν οι χαρακτήρες των τεσσάρων ηρώων του, οι οποίοι – στα χέρια έμπειρων ηθοποιών, κυρίως του Τζιμ Στέρτζες και του Σαμ Γουόρθινγκτον – προσπαθούν μόνοι τους να ανιχνεύσουν τις όποιες λεπτές ή και όχι αποχρώσεις της πράξης τους.

Μέχρι τη στιγμή που στο παιχνίδι ή μάλλον στο δωμάτιο μπαίνει ο Αντονι Χόπκινς στο ρόλο του Φρέντι Χάινεκεν με σκοπό να «ανεβάσει» την ταινία σε ένα άλλο ερμηνευτικό επίπεδο.

Αν το κάνει, το κάνει τελείως λάθος, ενδίδοντας στην υπερβολή, σαν να παίζει σε ένα μεταφυσικό θρίλερ, χάνοντας κάθε ευκαιρία να «αναλάβει» αυτός ερήμην όλων των υπόλοιπων, το πολιτικό στοίχημα της ταινίας και να κάνει την «Απαγωγή του Κυρίου Χάινεκεν» ένα σχόλιο για την ταξική, οικονομική και γενικότερη κρίση που κρυβόταν ανέκαθεν κάτω από την ευημερούσα Ευρώπη της παγωμένης μπίρας χειμώνα - καλοκαίρι.

Το γεγονός πως ο Αλφρεντσον δεν εγκαταλείπει μέχρι το τέλος, εκτελώντας με συνέπεια αυτό που έχει ξεκινήσει από την αρχή, δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα. Αφού αυτό είναι κάτι που έχουμε ξαναδεί πολλές φορές στο παρελθόν και σίγουρα καλύτερα.